Σάββατο 31 Ιανουαρίου 2009

προορισμός άγνωστος

















...ακόμη και μέσα στο δάσος η σκληρή πραγματικότητα καραδοκεί. Μυτιλήνη, Χαραμίδα Γενάρης 2009, τα σημάδια του περάσματος των προσφύγων. Σωσίβιο, διαβατήριο, τηλεκάρτα. Προέλευση Αφγανιστάν, προορισμός άγνωστος




_________________

Τρίτη 20 Ιανουαρίου 2009

Οι εμμονές του «κοσμικού φονταμενταλισμού»

Οι εμμονές του «κοσμικού φονταμενταλισμού»

Τάκης Γέρος

[Δημοσιεύτηκε στα "Ενθέματα" της Κυριακάτικης Αυγής (18/1/09)]


Είναι σαφές ότι από τη στιγμή που ξεκίνησε η άγρια επίθεση του ισραηλινού στρατού στη Λωρίδα της Γάζας η ελληνική αριστερά στάθηκε συνολικά στο πλευρό των Παλαιστινίων, αντιδρώντας στην πολιτική των «ίσων αποστάσεων». Σ’ ότι αφορά όμως την αντιμετώπιση των παλαιστινιακών κομμάτων, έχει κανείς την αίσθηση ότι μεγάλο μέρος της ελληνικής αριστεράς, συμπεριλαμβανομένου του ΣΥΡΙΖΑ, συμμερίζεται σε σημαντικό βαθμό την στάση των κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων. Αναφέρομαι εδώ στην επιφύλαξη ή ακόμη και την αρνητική στάση απέναντι στη Χαμάς και τις πολιτικές της επιλογές. Η στάση όμως αυτή δεν εκφράζεται ρητά, αλλά προκύπτει με περισσότερο έμμεσο τρόπο. Eίτε μέσω της προβολής απόψεων που προέρχονται από στελέχη της Φάταχ και της αντίστοιχης απωσιώπησης του πολιτικού λόγου που εκφέρεται από τη Χαμάς, είτε μέσα από την απουσία σοβαρών αναλύσεων σχετικά με τη φυσιογνωμία, τις εσωτερικές διεργασίες και τους μετασχηματισμούς της ισλαμιστικής οργάνωσης.[1]

Τη λανθάνουσα επιφύλαξη απέναντι στη Χαμάς θα μπορούσε κάποιος να τη διαγνώσει και στις πρόσφατες πορείες διαμαρτυρίας που οργανώθηκαν προς την Ισραηλινή πρεσβεία, όχι βέβαια μέσα από τα συνθήματα που κυριάρχησαν σ’ αυτές, αλλά περισσότερο από τις κουβέντες στα «πηγαδάκια» που είχαν στηθεί ανάμεσα στους έλληνες διαδηλωτές. Συνολικά, η στάση αυτή στην οποία αναφέρομαι θα μπορούσε να συνοψιστεί ως μια σαφής υποστήριξη προς τους Παλαιστίνιους αλλά όχι και προς την «φονταμενταλιστική» Χαμάς. Την ίδια στιγμή, σημαντικό τμήμα της ελληνικής αριστεράς δεν φαίνεται διατεθειμένο να προβεί σε μια σοβαρή -ή μια οποιαδήποτε- κριτική απέναντι στις επιλογές της «κοσμικής» Φάταχ.

Οι παραδοχές όμως αυτές εμπεριέχουν σοβαρά προβλήματα και αντιφάσεις, που μοιάζουν να περνούν απαρατήρητες. Έτσι, οι αναλύσεις που φιλοξενούνται σε διάφορα έντυπα της αριστεράς επικρίνουν τις πολιτικές των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι στους Παλαιστίνιους, όχι μόνο για την αμέριστη στήριξη που προσφέρουν στο Ισραήλ, αλλά και για την τιμωρία των Παλαιστινίων εξαιτίας των πολιτικών επιλογών τους, το εμπάρκο που επέβαλαν στα κατεχόμενα εδάφη, καθώς και τη διαίρεση της παλαιστινιακής αντίστασης. Αν όμως οι αριστερές αυτές αναλύσεις είναι ακριβείς σ’ ότι αφορά την περιγραφή του διεθνούς πλαισίου, που καθιστά εφικτή την εγκληματική πολιτική του Ισραήλ, είναι ωστόσο βαθιά προβληματικές στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις μέσα στην ίδια την Παλαιστίνη. Και αυτό διότι η πολιτική της Δύσης απέναντι στους Παλαιστίνιους δεν υλοποιείται με ένα μαγικό ραβδάκι που κινείται από την Ουάσιγκτον και τις Βρυξέλες, αλλά επιβάλλεται και διαμέσου των τοπικών εκφραστών της πολιτικής αυτής.

Αυτές τις μέρες μοιάζει να έχει ξεχαστεί το γεγονός ότι η πολιτική των ΗΠΑ και της ΕΕ μετά την εκλογική νίκη της Χαμάς στις εκλογές του 2006 στηρίχθηκε έμπρακτα από την ηγεσία της Φάταχ και ιδιαίτερα από τον πρόεδρο της Παλαιστινιακής Αρχής, Μαχμούντ Αμπάς. Η τιμωρία των Παλαιστινίων που επέλεξαν να ψηφίσουν την «τρομοκρατική» Χαμάς υλοποιήθηκε αρχικά μέσω της διακοπής της άμεσης οικονομικής βοήθειας που διοχετευόταν προς την Παλαιστινιακή Αρχή. Το καλοκαίρι όμως του 2006 συστήθηκε ο λεγόμενος «Προσωρινός Διεθνής Μηχανισμός» υπό την αιγίδα της Παγκόσμιας Τράπεζας, που ανέλαβε να παράσχει ένα ποσό οικονομικής βοήθειας απευθείας στο γραφείο του Μαχμούντ Αμπάς, παρακάμπτοντας έτσι την νόμιμη κυβέρνηση της Χαμάς. Άλλωστε, η ανταγωνιστική κυβέρνηση που στήθηκε στη Δυτική Όχθη με πρωθυπουργό τον οικονομολόγο Σαλάμ Φαγιάντ, πρώην στέλεχος της Παγκόσμιας Τράπεζας, αναγνωρίζεται ως νόμιμη από τη διεθνή κοινότητα, παρά την αντισυνταγματικότητά της. Ακόμη πιο σοβαρό όμως είναι το γεγονός ότι ο Αμπάς έλαβε οικονομική υποστήριξη ύψους 82 εκατομμυρίων δολαρίων από την αμερικανική κυβέρνηση, προκειμένου να εξοπλιστούν τα ένοπλα τμήματα της Φατάχ και να αντιμετωπίσουν τις δυνάμεις της Χαμάς.

Η ενδυνάμωση της Χαμάς οφείλεται κυρίως στη διάψευση των ελπίδων που είχαν δημιουργήσει οι Συνθήκες του Όσλο και τη συνακόλουθη ανάπτυξη ενός πνεύματος αντίστασης στον παλαιστινιακό πληθυσμό. Η αντίσταση αυτή στην παρούσα συγκυρία λαμβάνει, κατά κύριο λόγο, τη μορφή της μη-συνεργασίας, δηλαδή της μη-συναίνεσης απέναντι στην «ειρηνευτική διαδικασία» που προωθούν οι ΗΠΑ και το Ισραήλ μέσω της σύμπραξης του Μαχμούντ Αμπάς. Η στροφή όμως προς τη Χαμάς συνδέεται και με τη έντονη διαφθορά της πολιτικής ελίτ που αναδείχθηκε μέσα από την διαδικασία του Όσλο. Η ελίτ αυτή περιλαμβάνει νεότερους πολιτικούς, όπως ο Μοχάμεντ Νταχλάν, που προοριζόταν από τη Δύση και το Ισραήλ για διάδοχος του Γιάσερ Αραφάτ (και ο οποίος καρπωνόταν ποσοστά από το λαθρεμπόριο των τούνελ ανάμεσα στην Αίγυπτο και τη Γάζα) αλλά και παλαιότερους πολιτικούς της Φάταχ, όπως ο Άχμεντ Κουρέϊα (πρωθυπουργός κατά την περίοδο 2003-2005). Αποτελεί κοινό μυστικό για τους Παλαιστίνιους ότι στην οικογένεια του τελευταίου ανήκει το εργοστάσιο που παράγει το τσιμέντο για την κατασκευή του Διαχωριστικού Τείχους, το οποίο έχει καταστρέψει την οικονομική και κοινωνική ζωή του παλαιστινιακού πληθυσμού.

Είναι πραγματικά δύσκολο να κατανοήσει κανείς το πώς αντιτάσσεται η εγχώρια αριστερά στα σχέδια του Ισραήλ και των δυτικών συμμάχων του για τη μελλοντική δημιουργία ενός κατακερματισμένου και εξαρτημένου παλαιστινιακού Μπαντουστάν στα κατεχόμενα εδάφη τη στιγμή που τηρεί μια άκριτη και άρρητη στάση υποστήριξης απέναντι στην ηγεσία της Φάταχ, η οποία έως τώρα συμπλέει με τις επιδιώξεις αυτές. Στην περίπτωση που αυτά συνέβαιναν σε μια διαφορετική περιοχή του κόσμου, η στάση της τελευταίας κατά πάσα πιθανότητα θα στιγματιζόταν ως μια πολιτική δωσιλόγων. Αντίθετα, τώρα σε έφημερίδες, όπως η Αυγή, συναντάμε πολύ συχνά περιγραφικούς όρους, όπως η «μετριοπαθής Φάταχ» και η «εξτρεμιστική Χαμάς». Οι όροι όμως αυτοί έχουν επιβληθεί και νομιμοποιηθεί από εκείνους που απεργάζονται την υπονόμευση του αντιστασιακού κινήματος των Παλαιστινίων.

Δεν πιστεύω ότι οι όποιες βίαιες αντιστασιακές ενέργειες των μαχητών της Χαμάς, όπως η εκτόξευση ρουκετών (ότι κι αν πιστεύει κανείς σχετικά με την αποτελεσματικότητά τους), είναι ο πραγματικός λόγος για τον οποίο πολλοί αριστεροί αντιμετωπίζουν με τόσο μεγάλη επιφύλαξη την οργάνωση αυτή. Παραδοσιακά, άλλωστε, η αριστερά δεν αρνείται κατηγορηματικά την ιδέα της βίαιας αντίστασης απέναντι σε κατοχικές δυνάμεις, όπως το Ισραήλ. Αντίθετα, η στάση αυτή φαίνεται να σχετίζεται με την πάγια επιφύλαξη της αριστεράς απέναντι σε οποιουδήποτε είδους θρησκευτικό λόγο, πράγμα που κάνει την απαξιωμένη «κοσμική Φάταχ» να φαίνεται ως προτιμότερη από τους «φονταμενταλιστές της Χαμάς». Ίσως όμως να πρόκειται εντέλει για έναν πιο συγκεκριμένο αρνητισμό απέναντι στο ισλαμικό στοιχείο της οργάνωσης. Με την έννοια αυτή, η αριστερά πιθανόν να μην είναι απόλυτα αδιάβροχη, όσο θα ήθελε να πιστεύει, απέναντι στην ισλαμοφοβία που έχει κατακλύσει τα τελευταία χρόνια τον δυτικό κόσμο.

Είναι ενδεικτικό μάλιστα της εθνοκεντρικής αυτής στάσης το γεγονός ότι η αντίσταση της Χεζμπολλάχ στην ισραηλινή επιθετικότητα το καλοκαίρι του 2006 αντιμετωπίστηκε από τους έλληνες αριστερούς με διαφορετικό τρόπο από ότι αντιμετωπίζεται σήμερα η αντίσταση της Χαμάς. Αν και η Χεζμπολλάχ είναι επίσης μια ρητά ισλαμιστική οργάνωση, εντούτοις έχει προσαρμόσει τον πολιτικό της λόγο με τρόπο που την φέρνει κοντύτερα στο διεθνικό αντι-ιμπεριαλιστικό κίνημα. Η απωσιώπηση, από την άλλη πλευρά, της φωνής της Χαμάς από τα εγχώρια αριστερά έντυπα συντείνει στην εμπέδωση μιας σειράς προβληματικών παραδοχών σχετικά με τη φυσιογνωμία της οργάνωσης και στην αδυναμία να παρακολουθήσει κάποιος τους μετασχηματισμούς που έχουν επέλθει στον λόγο αλλά και τις πρακτικές της στο διάστημα των τελευταίων χρόνων. Εξάλλου, ο λόγος της Χαμάς μόνο ομοιογενής δεν είναι, αφού υπάρχουν διαφορετικές -και συχνά αντιφατικές- φωνές μέσα στην ίδια την οργάνωση.[2]

Σε κάθε περίπτωση, οφείλουμε να διακρίνουμε ανάμεσα στη ρητορική των ισλαμιστικών κινημάτων, που συχνά έχει έναν ουσιοκρατικό χαρακτήρα, και τα πραγματικά διακυβεύματα που οδηγούν τις πολιτικές τους πρακτικές σε πολύ πιο πραγματιστικά μονοπάτια. Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι τα κινήματα του Πολιτικού Ισλάμ διακρίνονται από, μικρότερες ή μεγαλύτερες, αντιφάσεις. Μήπως όμως δεν συνέβαινε εξαρχής το ίδιο και στην περίπτωση του κοσμικού αραβικού εθνικισμού, που είχε κυριαρχήσει στις αραβικές χώρες κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες; Και δεν ήταν τα Νασσερικά και Μπααθικά αυτά κόμματα που, παρά τις προοδευτικές πολιτικές που εφάρμοσαν αρχικά και την εκσυγχρονιστική τους ρητορική, οδήγησαν τις χώρες της Μέσης Ανατολής στη σημερινή κατάσταση της κοινωνικής μιζέριας και του πολιτικού αυταρχισμού; Εντούτοις, τις προηγούμενες δεκαετίες οι πολιτικές αυτές δυνάμεις εξέφρασαν το ευρύ λαϊκό αίτημα για μια κοινωνική χειραφέτηση και μια ουσιαστική απο-αποικιοποίηση των αραβικών χωρών.

Μια βαθύτερη αριστερή ανάλυση θα όφειλε λοιπόν να κατανοήσει ότι και τα κινήματα του Πολιτικού Ισλάμ εκφράζουν μέσα στην σημερινή συγκυρία τα ίδια λαϊκά οράματα, τα οποία μετά από τόσες δεκαετίες παραμένουν ακόμη ανεκπλήρωτα. Άλλωστε, ήταν ακριβώς η αποτυχία του κοσμικού αραβικού εθνικισμού στην υλοποίηση των οραμάτων αυτών εκείνη που έχει οδηγήσει στην σημερινή κατίσχυση των ισλαμιστικών κινημάτων. Στην περίπτωση της Χαμάς, ο στόχος διόλου δεν φαίνεται να είναι η εγκαθίδρυση ενός θεοκρατικού καθεστώτος στην Παλαιστίνη (ούτε πολύ περισσότερο η δημιουργία ενός υπερεθνικού «Μουσουλμανικού Έθνους»), αλλά η διεκδίκηση μιας αξιοπρεπούς διαβίωσης και η αντίσταση απέναντι στον εκφυλισμό των παλαιστινιακών αγώνων σε ένα αδιέξοδο πάρε-δώσε με τις εκάστοτε ισραηλινές ηγεσίες.

Πολλοί από εμάς πιθανά θα επιθυμούσαμε την υπερίσχυση οργανώσεων που έχουν μια ρητή αριστερή ιδεολογία, όπως το PFLP (Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης) ή το DFLP (Δημοκρατικό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης). Η ουσία όμως είναι ότι στη συγκεκριμένη συγκυρία η οργάνωση που εκφράζει τη διάθεση αντίστασης πάρα πολλών Παλαιστινίων απέναντι στην ισραηλινή κατοχή είναι η Χαμάς. Αυτό που μπορούμε λοιπόν να κάνουμε εμείς είναι να μην επαναλαμβάνουμε με άκριτο τρόπο τους διαχωρισμούς ανάμεσα σε «Χαμάς» και «Παλαιστίνιους», αλλά και να μην προβάλλουμε επάνω στους Παλαιστίνιους τους εθνοκεντρισμούς και τις ιδεολογικές μας εμμονές. Και να ανοίξουμε, επιτέλους, έναν ουσιαστικότερο και ειλικρινή διάλογο πάνω στα ζητήματα αυτά.

Ο Τάκης Γέρος διδάσκει Κοινωνική Ανθρωπολογία στο Πάντειο πανεπιστήμιο και έχει εργαστεί για έναν χρόνο (2006-2007) ως μέλος ανθρωπιστικής ΜΚΟ στα παλαιστινιακά εδάφη



[1] Μια τέτοια στάση συχνά αντανακλάται, πιστεύω, και στην αρθρογραφία της Αυγής. Βλ., για παράδειγμα, το εισαγωγικό σημείωμα της Ελένης Τσερεζολέ που συνόδευε τις συνεντεύξεις δύο Παλαιστινίων (οι οποίοι πρόσκεινται στη Φάταχ) πριν από δύο εβδομάδες (Κυριακάτικη Αυγή, 4/1/2009).

[2] Σχετικά με τους μετασχηματισμούς στον λόγο και τις πρακτικές της οργάνωσης, βλ. το άρθρο του Ισραηλινού ακαδημαϊκού Μεναχέμ Κλάιν, «Οι αντιφατικές φωνές της Χαμάς» (Ενθέματα, Αυγή της Κυριακής, 11 Ιουνίου 2006).

Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2009

Περιβαλλοντικές Συγκρούσεις στην Τουρκία

Περιβαλλοντικές Συγκρούσεις στην Τουρκία:
Ανάμεσα στην ‘Κοινωνία των Πολιτών’ και στο Κράτος

Της Αιμιλίας Βουλβούλη

έχει δημοσιευτεί στα Πρακτικά του 1ου Πανελληνίου Συνεδρίου Περιβαλλοντικής Πολιτικής &Διαχείρισης.

Μυτιλήνη, Νοέμβριος 2008



Περίληψη

Οι συγκρούσεις που έχουν περιβαλλοντικές διαστάσεις αποτελούν ένα συχνό φαινόμενο στη σύγχρονη Τουρκία. Αποτελέσματα τέτοιων συγκρούσεων είναι οι μεγάλες κινητοποιήσεις ενάντια στην κατασκευή υδροηλεκτρικών φραγμάτων (KHRP 1999, Ingatow 2005a και 2005b) στην Νοτιοανατολική Τουρκία, η κινητοποίηση στην Πέργαμο ενάντια στη λειτουργία ενός χρυσωρυχείου (Sachs 1997, Öncü and Koçan 2001 και 2002, Arsel 2003, Özdemir 2003, Beşpınar-Ekici and Gökalp 2006) και η κινητοποίηση ενάντια στην κατασκευή μιας γέφυρας στον Βόσπορο της Κωνσταντινούπολης (Voulvouli 2004a, 2004b, 2008). Σύμφωνα με τους συμμετέχοντες σε τέτοιες κινητοποιήσεις, οι λόγοι που παρακινούν στην αντίδραση τους σχετίζονται με τα καταστρεπτικά αποτελέσματα που η κατασκευή τέτοιων έργων θα έχει στο φυσικό και πολιτιστικό πλούτο των περιοχών τους, καθώς επίσης και στη ζωή των κατοίκων τους. Επιπλέον, ασκούν κριτική στην άσκηση της πολιτικής με την έννοια του ποιος έχει δικαίωμα να αποφασίζει τι. Διερευνώντας αυτά τα επιχειρήματα στο πλαίσιο διεξαγωγής επιτόπιας έρευνας διάρκειας 18 μηνών, η παρούσα εργασία εστιάζει στην ανάλυση αυτών των κινητοποιήσεων - με ιδιαίτερη έμφαση στην πρωτοβουλία ενάντια στην κατασκευή της γέφυρας στο Βόσπορο - ως συλλογικές δράσεις που δρουν στη σφαίρα της δημόσιας ζωής (public life) (NavaroYashin 2002). Λέγοντας δημόσια ζωή εννοούμε την ενιαία - όχι ως δύο διαφορετικών επιπέδων ανάλυσης - ανάλυση των πολιτών και του κράτους στο πλαίσιο των περιβαλλοντικών συγκρούσεων, διευκολύνοντας έτσι την κατανόηση τέτοιων κινητοποιήσεων ως αντιδράσεις σε συγκεκριμένες πολιτικές και όχι ως μεμονωμένες θεματικές (issue-specific) ή NIMBY[1] κινητοποιήσεις.


Εισαγωγή

Οι συλλογικές δράσεις ενάντια στο κράτος ή σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, τείνουν να γίνουν κοινό φαινόμενο τόσο στις αναπτυγμένες όσο και στις αναπτυσσόμενες χώρες. Από τοπικές - σε επίπεδο βάσης - σε εθνικές και διεθνικές εκστρατείες, τέτοιες ενέργειες ασκούν κριτική στην εξάσκηση πολιτικών και στις υπάρχουσες μορφές δημοκρατίας με την έννοια του ποιος έχει δικαίωμα να αποφασίσει τι. Οι αποφάσεις για την κατασκευή έργων υποδομής όπως υδροηλεκτρικά φράγματα, δρόμοι, ορυχεία, εργοστάσια παραγωγής ενέργειας, προκαλούν συχνά την αντίθεση από το μέρος της κοινότητας στην οποία αυτά τα έργα πρόκειται να κατασκευαστούν. Εκείνοι που αντιδρούν υπογραμμίζουν τα αποτελέσματα που τέτοια έργα έχουν στην υγεία καθώς επίσης και στην κοινωνική και οικονομική ζωή των κατοίκων των περιοχών αυτών και ως απάντηση οργανώνουν κινητοποιήσεις αντίδρασης. Κοινωνικοί επιστήμονες από διάφορους επιστημονικούς κλάδους (κοινωνική ανθρωπολογία, κοινωνιολογία, πολιτικές επιστήμες, γεωγραφία, οικονομικά) έχουν μελετήσει τέτοια φαινόμενα και έχουν συμβάλει στην κατανόηση τέτοιων κινητοποιήσεων και της συμβολής τους στην κοινωνική αλλαγή.

Παραδείγματα τέτοιων διαμαρτυριών είναι οι μεγάλες κινητοποιήσεις ενάντια στην κατασκευή υδροηλεκτρικών φραγμάτων στη Βραζιλία (Movimento DOS Antigidos por Barragens - M.A.B.) (Cummings 1990, McCormick 2006, Σπυριδάκη 2007), στην Ινδία (Narmada Bachao Andolan - N.B.A.) (Arundhati 2000, Σπυριδάκη 2007) και στην Τουρκία (KHRP 1999, Ingatow 2005 και 2007), η κινητοποίηση κατά της κατασκευής του αυτοκινητοδρόμου M11 στο Ανατολικό Λονδίνο (Derek 1999, McKay 1996). Επίσης η κινητοποίηση ενάντια στην κατασκευή μιας γέφυρας στο νησί Hindmarsh στην Αυστραλία (Kenny 1998), η κινητοποίηση στην Πέργαμο της Τουρκίας ενάντια στη λειτουργία ενός χρυσωρυχείου (Sachs 1997, Öncü and Koçan 2001 και 2002, Arsel 2003, Özdemir 2003, Beşpınar-Ekici and Gökalp 2006) και πολλά άλλα ακόμη.

Η παρούσα έρευνα αποτελεί μια εθνογραφική μελέτη μιας κινητοποίησης βάσης (grassroots mobilisation) σε μια γειτονιά της Κωνσταντινούπολης στην Τουρκία. H κινητοποίηση αφορά στην αντίδραση των κατοίκων μιας γειτονιάς στις όχθες του Βοσπόρου, αποτέλεσμα της κυβερνητικής απόφασης για την κατασκευή μιας γέφυρας που θα συνδέσει τις ασιατικές με τις ευρωπαϊκές ακτές της πόλης. Σαν απάντηση, οι κάτοικοι της γειτονιάς πάνω από την οποία θα κατασκευαστεί η γέφυρα (στην ευρωπαϊκή πλευρά της πόλης), έχουν οργανώσει μια πρωτοβουλία αποκαλούμενη Πρωτοβουλία Περιοχής Αρναβούτκιοϊ (στα τουρκικά Arnavutköy Semt Girişimi - ASG), αντιτιθέμενοι στην κατασκευή της. Σύμφωνα με τους συμμετέχοντες στην Πρωτοβουλία, οι λόγοι που παρακινούν στην αντίδραση τους αφορούν στα καταστρεπτικά αποτελέσματα που η κατασκευή της γέφυρας θα έχει στο φυσικό και πολιτιστικό πλούτο της περιοχής καθώς επίσης και στη ζωή των κατοίκων της. Το θέμα έγινε γνωστό τόσο εντός όσο και εκτός Τουρκίας με πολύ συχνά δημοσιεύματα στον τύπο να αναφέρονται στη σύγκρουση για την – έτσι όπως η διαμάχη έχει επικρατήσει πλέον να αναφέρεται - Τρίτη Γέφυρα.

Διερευνώντας αυτά τα επιχειρήματα στο πλαίσιο διεξαγωγής επιτόπιας έρευνας διάρκειας 18 μηνών, η παρούσα εργασία εστιάζει στην ανάλυση

αυτής αλλά και παρόμοιων κινητοποιήσεων ως συλλογικές δράσεις που δρουν στη σφαίρα της δημόσιας ζωής (public life) (NavaroYashin 2002). Λέγοντας δημόσια ζωή (διαχωρίζοντας την από την έννοια της κοινωνίας των πολιτών) εννοούμε την ενιαία – όχι ως δύο διαφορετικών επιπέδων ανάλυσης – ανάλυση των πολιτών και του κράτους στο πλαίσιο των περιβαλλοντικών συγκρούσεων, διευκολύνοντας έτσι την κατανόηση τέτοιων κινητοποιήσεων ως αντιδράσεις σε (περιβαλλοντικές) πολιτικές και όχι ως μεμονωμένες θεματικές (issue-specific) κινητοποιήσεις.

Η επιλογή του αναλυτικού εργαλείου της δημόσιας ζωής βασίζεται στην πεποίθηση ότι στο Τουρκικό πλαίσιο η λεγόμενη κοινωνία πολιτών δεν είναι τόσο α-πολίτικη όπως εμφανίζεται να είναι. Αντιθέτως, συνδέεται με την πολιτική «μέσω των διαδικασιών που λαμβάνουν χώρα κατά την αποσαφήνιση και την εφαρμογή κοινών στόχων καθώς και μέσω των διαδικασιών που αφορούν στον καθορισμό και στην εφαρμογή δημόσιων στόχων και τέλος μέσω της προσπάθειας συσσώρευσης δύναμης από τα μέλη μιας ομάδας» (Swartz κ.α. σε Lewellen 2003:85). Για παράδειγμα διάφορες ομάδες πολιτών – σε μερικές από τις οποίες θα αναφερθούμε παρακάτω - συνδέουν αιτήματα για την προστασία του περιβάλλοντος με αιτήματα για εκδημοκρατισμό, προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των ατομικών και θρησκευτικών ελευθεριών. Τέτοιες ομάδες ζητούν δικαιώματα συμμετοχής στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων σχετικά με το περιβάλλον (και όχι μόνο). Επομένως χρειάζεται επαναπροσδιορισμός της έννοιας της κοινωνίας των πολιτών όχι ως σφαίρας ξεχωριστής από αυτή του κράτους δεδομένου ότι τέτοιες συγκρούσεις έχουν σχεδόν πάντοτε σημείο αναφοράς κρατικές πολιτικές και αποζητούν πολιτική λύση των ζητημάτων που θέτουν.

Κοινωνία των «Πολιτών»;

Η έννοια της κοινωνίας των πολιτών έχει τις ρίζες της στο Μεσαίωνα. Η κατοχή ιδιοκτησίας οδήγησε στην ρητή έκφραση πολιτικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων με στόχο την επίτευξη αρμονικής διακυβέρνησης ιδιαίτερα από τον 16ο αιώνα και μετά με την ενδυνάμωση των αρμοδιοτήτων του κράτους (Mardin 1995). Ως όρος η «κοινωνία των πολιτών» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον γερμανό φιλόσοφο Georg Wilhelm Friedrich Hegel το 1827 στο βιβλίο του Elements of the Philosophy of Right. Σύμφωνα με αυτόν, η κοινωνία των πολιτών είναι η σφαίρα που υπάρχει ανάμεσα στο κράτος και στην οικογένεια. Έκτοτε ο όρος έχει ερμηνευτεί πολλαπλά. Σήμερα ο όρος αναφέρεται συνήθως για να περιγράψει ένα ευρύ φάσμα μη-κρατικών, μη-εμπορικών και μη-κερδοσκοπικών οργανώσεων (Salamon κ.α. 2003). Συνεπώς, μερικοί θεωρούν ότι η κοινωνία των πολιτών έλκει τη νομιμότητα και τη δύναμή της εκτός κρατικής εξουσίας. Με αυτή την έννοια η κοινωνία πολιτών δεν χρειάζεται το κράτος για να ορισθεί αλλά είναι η ίδια ένα σημείο αναφοράς (Dahrendorf 1990, Keyman and Içduygu 2003). Σύμφωνα με τους Salamon κ.ά. (2003: 2) «η ανάπτυξη της κοινωνίας των πολιτών αποδεικνύεται τόσο σημαντική για τον 20ο και τον 21ο αιώνα όσο η ανάπτυξη του έθνους κράτους αποδείχθηκε για τον 19ο αιώνα δεδομένου ότι είναι σε θέση να αντισταθμίσει την κρατική κυριαρχία (Gellner 1994).

Ωστόσο άλλοι κοινωνικοί επιστήμονες τονίζουν ότι η ανάλυση της κοινωνίας των πολιτών ως μία σφαίρα ξεχωριστή από αυτή του κράτους είναι προβληματική και ατελέσφορη. Αφενός μεν γιατί ξεχνάει το γεγονός ότι «η κοινωνία πολιτών χρειάζεται το κράτος προκειμένου να εξασφαλίσει την ύπαρξη της» (Hall 1995:16) αλλά και ότι δεν αποφεύγει τις ηγεμονικές δομές που το κράτος και άλλες κυρίαρχες ομάδες της επιβάλλουν (Abélès σε Gledhil 1994).

Σύμφωνα με τον ορισμό του Κέντρου Κοινωνίας των Πολιτών της Οικονομικής Σχολής του Λονδίνου (LSE CCS), «ακόμα κι αν θεωρητικά οι θεσμικές μορφές που η κοινωνία των πολιτών λαμβάνει είναι ευδιάκριτες από εκείνες του κράτους στην πράξη τα όρια μεταξύ κράτους και κοινωνίας των πολιτών, της οικογένειας και της αγοράς είναι συχνά θολά. Οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών συχνά συνδέονται με επαγγελματικές οργανώσεις, συνδικάτα, κοινωνικά κινήματα, επιχειρηματικές ενώσεις». Εκτός αυτού, όπως μας υπενθυμίζει ο Wapner (1996: 153) «οι δραστηριότητες που πραγματοποιούνται στην σφαίρα της κοινωνίας των πολιτών έχουν συνέπειες στην κρατική σφαίρα και το αντίστροφο». Επιπλέον, νέο-Γκραμσιανές προσεγγίσεις υποστηρίζουν ότι τόσο η κοινωνία πολιτών όσο και η κοινή γνώμη επηρεάζονται από κέντρα δύναμης μέσω προπαγάνδας και με βάση αυτή την άποψη φαίνεται ότι η μελέτη της κοινωνίας πολιτών συνδέεται με τη μελέτη της πολιτικής (Lewellen 2003). Επομένως, η μελέτη της κοινωνίας πολιτών ως ξεχωριστή σφαίρα από αυτή του κράτους δεν είναι τόσο εύκολη. Αφενός μεν, επειδή οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών χρησιμοποιούν κρατικές μεθόδους για να επιτύχουν τους στόχους τους. Αφετέρου δε, επειδή σε αρκετά σημεία τέτοιου είδους οργανώσεις λειτουργούν όπως οι κυβερνητικές οργανώσεις και εκτός αυτού χρηματοδοτούνται από κυβερνήσεις.

Κοινωνία των Πολιτών στην Τουρκία: ‘Σύνθημα παρά πραγματικότητα’.

Η ίδρυση του τουρκικού κράτους το 1923, σηματοδότησε μία σειρά ριζικών αλλαγών σε θεσμικό, οικονομικό και πολιτισμικό επίπεδο. Μέχρι το θάνατο του ιδρυτή του, Mustafa Kemal Atatürk το 1938 – ο οποίος είχε δηλώσει ότι η Τουρκία άνηκε στη δύση, η χώρα δοκίμασε μια σειρά αλλαγών οι οποίες αντικατοπτρίστηκαν στην άσκηση της πολιτικής, στους θεσμούς, στη γλώσσα, στην ενδυμασία, στις σχέσεις των φύλων και στις θρησκευτικές συνήθειες. Από το 1938, η Τουρκία ήλθε αντιμέτωπη με την μετάβαση από ένα μονοκομματικό σ’ ένα πολυκομματικό πολιτικό σύστημα. Η μετάβαση αυτή κάθε άλλο παρά ομαλή αποδείχθηκε γεγονός που αποδεικνύεται από τις πολιτικές αναταραχές (συμπλοκές, πραξικοπήματα, επαναλαμβανόμενες εκλογές) που συγκλόνισαν την πολιτική ζωή της χώρας μέχρι ουσιαστικά τον 1997 οπότε και έγινε το τελευταίο στρατιωτικό πραξικόπημα.

Ταυτόχρονα παρατηρήθηκε ένα οικονομικό άνοιγμα της χώρας στη δύση, το οποίο χαρακτηρίστηκε από μία τεχνοκρατική αντίληψη της ανάπτυξης. Η παράδοση που άρχισε από το Τμήμα Κρατικών Εθνικών Οδών, το οποίο δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950 υπό την επίβλεψη των ΗΠΑ (Mango 2004), ακολουθήθηκε από όλες τις επόμενες κυβερνήσεις (δες Keyder 1999). Πιο συγκεκριμένα, οι κυβερνήσεις Özal παρέμειναν στην ιστορία ως κυβερνήσεις που επένδυσαν μεγάλα ποσά χρημάτων στην κατασκευή εθνικών οδών (Şimşek 2004). Τέτοιου είδους επιλογές γίνονται πιο ευδιάκριτος σε μεγάλες πόλεις, όπως η Κωνσταντινούπολη, οι οποίες χαρακτηρίζονται από τις προσπάθειές τους να προσελκύσουν ξένες επενδύσεις. Προκειμένου να επιτύχουν αυτόν τον στόχο, οι μεγάλες πόλεις δίνουν προτεραιότητα σε έργα υποδομής τα οποία διευκολύνουν την πρόσβαση σε επιχειρηματικά κέντρα που κάθε μεγάλη τουρκική πόλη διαθέτει. Στην περίπτωση της Κωνσταντινούπολης η κατασκευή μεγάλων περιφερειακών οδών που διευκολύνουν την πρόσβαση στα επιχειρηματικά κέντρα της πόλης (Levent και Taksim) μπορούν να θεωρηθούν τέτοια παραδείγματα. Αυτές οι επιλογές όμως, έχουν ως αποτέλεσμα τον απεντοπισμό πληθυσμών και τις ομαδοποιημένες αντιδράσεις πολιτών όπως στην περίπτωση της Τρίτης Γέφυρας.

Η εμφάνιση και η ανάπτυξη της κοινωνίας πολιτών στην Τουρκία έχουν συζητηθεί ευρέως από κοινωνικούς επιστήμονες (Gellner 1994, Göle 1994, Jalali 2002, Navaro-Yashin 2002, Keyman and Içduygu 2003, Şimşek 2004, Kadioğlu 2005, Rumelili 2005, Beşpınar-Ekici and Gökalp 2006, Gürbey 2006). Ένα από τα κεντρικά ζητήματα στη σχετική βιβλιογραφία αποτελεί η

ανάπτυξη της κοινωνίας πολιτών στην εποχή μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1980, οπότε – σύμφωνα με αρκετούς ερευνητές - η κοινωνία των πολιτών έγινε πιο ορατή. Το συμπέρασμα αυτό στηρίζεται στην εμφάνιση αρκετών Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (ΜΗΚΥΟ) με θρησκευτικό, επιχειρηματικό, εθνοτικό, φεμινιστικό και περιβαλλοντικό χαρακτήρα. Η ρητορική αυτών των οργανώσεων συμπεριλαμβάνει αιτήματα πολιτικών δικαιωμάτων, εκδημοκρατισμού, ελεύθερης εθνοτικής και θρησκευτικής έκφρασης. Όλα αυτά έρχεται να τα συμπληρώσει μια κρίση νομιμότητας της παράδοσης του ισχυρού-κράτους, μέσω της εμφάνισης νέων φορέων πολιτικής και πολιτισμικής δράσης, νέων νοοτροπιών και ενός νέου εκσυγχρονιστικού λόγου (discourse) (Kubicek 2005).

Για μερικούς, αυτές οι αλλαγές είναι το αποτέλεσμα διαδικασιών εκδημοκρατισμού που η ενταξιακή πορεία της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπαγορεύει γεγονός που με τη σειρά του έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση εναλλακτικών μορφών εκμοντερνισμού. Για παράδειγμα η κοσμικότητα δεν αποτελεί πλέον μονόδρομο εκσυγχρονισμού καθώς τόσο το πολιτικό Ισλάμ και η ισλαμική ταυτότητα έχουν κερδίσει έδαφος στην αρένα του νεωτερισμού (Keyman and Içduygu 2003). Άλλοι υποστηρίζουν ότι, μετά από τη δεκαετία του 1980, η κοινωνία πολιτών στην Τουρκία διαμορφώθηκε βάσει της καταστολής αριστερών οργανώσεων, γεγονός που οδήγησε στη δημιουργία οργανώσεων χωρίς ρητό πολιτικό προφίλ (Βeşpınar-Ekici and Gökalp 2006), το οποίο όμως έχει στην ουσία επιβληθεί από την πολιτική εξουσία.

Για πολλούς κοινωνικούς επιστήμονες οι ΜΗΚΥΟ έχουν θεωρηθεί φορείς εκδημοκρατισμού (Robins 1996, Göle σε Robins 1996 (72), Keyman and Içduygu 2003) και η προώθηση της ιδέας της κοινωνίας των πολιτών υποστηρίχθηκε τόσο σε ακαδημαϊκό επίπεδο όσο και στη δημόσια ζωή της χώρας στη διάρκεια της δεκαετίας του 1990. Η αποτυχία του τουρκικού κράτους να ανταποκριθεί γρήγορα σε καταστάσεις κρίσης, όπως στους σεισμούς του 1999, και η παράλληλη κινητοποίηση των ΜΗΚΥΟ ενίσχυσαν τη θέση των τελευταίων στην κοινή γνώμη γεγονός που έδωσε αφορμή να εκφραστούν αιτήματα συμμετοχής στην πολιτική από τέτοιου είδους οργανώσεις (Keyman and Içduygu 2003).

Εντούτοις, άλλοι μελετητές υποστηρίζουν ότι, ακόμα κι αν οι 61.000 ΜΗΚΥΟ αποτελούν έναν μεγάλο αριθμό, ο αντίκτυπός τους στη δημόσια ζωή δεν είναι τόσο σημαντικός (Şimşek 2004, Beşpınar-Ekici and Gökalp 2006). Η κοινωνία πολιτών στην Τουρκία υπάρχει «περισσότερο ως σύνθημα παρά ως πράξη» υποστηρίζει ο Kubicek (2005) ο οποίος τονίζει ότι τέτοιου είδους οργανώσεις φαίνονται αδύναμες, παθητικές και ελεγχόμενες από το κράτος, γεγονός που έχει τις ρίζες του στον οθωμανικό πολιτικό πολιτισμό, τη γραφειοκρατική φύση της πρώτης τουρκικής δημοκρατίας και την εξάρτηση των Τούρκων πολιτών από κράτος-πατέρα (devlet-baba). Η τουρκική δημοκρατία ακολούθησε τις κοινωνικές συμβάσεις της οθωμανικής αυτοκρατορίας σχετικά με τον περιορισμό της συμμετοχής πολιτών στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, γεγονός που δημιούργησε μία παράδοση άκαμπτης πόλωσης κράτους-κοινωνίας (Özdemir 2003).

Επιπλέον, η συμβολή της κοινωνίας των πολιτών στον εκδημοκρατισμό έχει αμφισβητηθεί από μελετητές όπως ο Şimşek (2004) ο οποίος υποστηρίζει ότι μπορεί ορισμένα χαρακτηριστικά της κοινωνίας των πολιτών στην Τουρκία να συμβάλλουν αποφασιστικά σε διαδικασίες εκδημοκρατισμού αλλά αυτό δεν αποκλείει την παρέμβαση του κράτους και του στρατού στις δραστηριότητες των ΜΗΚΥΟ. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τη ρητή απαγόρευση της συμμετοχής δημοσίων υπαλλήλων σε πολιτικά κόμματα και σε διαδικασίες λήψης αποφάσεων καθιστά την τουρκική κοινωνία των πολιτών αδύναμη.

Το παράδοξο είναι ότι στην Τουρκία υπάρχουν ΜΗΚΥΟ που άσχετα από τον βαθμό επιρροής τους θέτουν μεγάλα πολιτικά ζητήματα όπως τα Κεμαλιστικά ιδεώδη, η προστασία ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ζητήματα εκδημοκρατισμού και θρησκευτικών ελευθεριών. Επιπλέον όπως μερικοί ερευνητές ισχυρίζονται, υπάρχουν παραδείγματα που αποδεικνύουν ότι η κοινωνία των πολιτών στην Τουρκία έχει λειτουργήσει νομιμοποιητικά της κρατικής εξουσίας, γεγονός που υπαγορεύει την ανάλυση της όχι μόνο σε σχέση ή σε αντίθεση με το κράτος αλλά και ως υποκατάστατο του (Jalali 2002, Beşpınar-Ekici and Gökalp 2006).

Τέτοια παραδείγματα θα συναντήσει κανείς σε περιπτώσεις ΜΗΚΥΟ που εστιάζουν στην ένταξη της χώρας στην ΕΕ, σε επιχειρηματικές ενώσεις που προωθούν οικονομικές πολιτικές (ενώσεις όπως η Τουρκική Ένωση Βιομηχανιών και Επιχειρήσεων –TÜSIAD, η Ανεξάρτητη Ένωση Βιομηχανιών και Επιχειρήσεων - MÜSIAD) αλλά και σε περιβαλλοντικές οργανώσεις. Σε πολλές περιπτώσεις το τουρκικό κράτος έχει χρησιμοποιήσει τέτοιες ενώσεις προκειμένου να εφαρμοστούν νεοφιλελεύθερα οικονομικά μέτρα, γεγονός που αποδεικνύει ότι έχουν πολιτικό ρόλο και μάλιστα σημαντικό. Ένα παράδειγμα μιας περιβαλλοντικής οργάνωσης το οποίο συναντήσαμε κατά τη διάρκεια της παρούσας έρευνας βοηθάει να δούμε τι ακριβώς εννοούμε. Το καλοκαίρι του 2003, επισκεφθήκαμε μία περιοχή της τουρκικής υπαίθρου όπου εφαρμόζονταν ένα ευρωπαϊκό πρόγραμμα με αντικείμενο πρακτικές βιώσιμης γεωργίας. Την ευθύνη για την εφαρμογή του προγράμματος είχε μία ΜΗΚΥΟ η οποία ήταν υπεύθυνη μεταξύ άλλων και για την μεταφορά τεχνογνωσίας στους ντόπιους αγρότες. Σε μία συζήτηση μας, ο συντονιστής του προγράμματος είπε:

«Εγώ ήλθα εδώ για να εφαρμόσω αυτό το πρόγραμμα που αποτελείται από τρία μέρη. Το πρώτο μέρος είναι η εκπαίδευση των ντόπιων. Δεν με ενδιαφέρει αν συμφωνούν ή διαφωνούν με αυτά που τους παρουσιάζω, είναι όμως υποχρεωμένοι από το κράτος να με ακούσουν».

Όπως ένας εκτιμητής από την Παγκόσμια Τράπεζα δήλωσε το 1985 οι ΜΗΚΥΟ είναι πολύ αποτελεσματικές στην εφαρμογή πολιτικών. Πρότεινε μάλιστα την αντικατάσταση ορισμένων κρατικών δράσεων με δράσεις Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων οποίες ουσιαστικά κάνουν την ίδια δουλειά (Carroll 1992). Με άλλα λόγια, ο εκτιμητής ισχυρίστηκε ότι οι ΜΗΚΥΟ μπορούν εύκολα να εργαστούν ως κρατικές υπηρεσίες στο πλαίσιο εφαρμογής πολιτικών, πράγμα που τα λεγόμενα του παραπάνω πληροφορητή επιβεβαιώνουν για την περίπτωση της Τουρκίας. Το παράδειγμα αυτό όπως και μία σειρά άλλων περιπτώσεων υποδεικνύει ότι η ανάπτυξη της κοινωνίας των πολιτών στην Τουρκία συνδέεται άμεσα με την πολιτική εξουσία η οποία ενσωματώνεται σε μια ιδιαίτερα συγκεντρωτική κρατική δομή (Βeşpınar-Ekici and Gökalp 2006).

Ακόμα και στις περιπτώσεις που θα συζητήσουμε παρακάτω οι οποίες αφορούν ομάδες πολιτών που συγκρούονται με την κεντρική πολιτική εξουσία, το κράτος είναι ένα σταθερό σημείο της αναφοράς. Αυτό είναι επίσης εμφανές στην περίπτωση της Τρίτης Γέφυρας οι εμπλεκόμενοι στην οποία θεωρούν το κράτος υπεύθυνο όχι μόνο για την συγκεκριμένη επιλογή κατασκευής της γέφυρας - που στην συγκεκριμένη στιγμή εκφράζεται από την σημερινή κυβέρνηση - αλλά και για την – κατά την άποψη τους - αρνητική ανάπτυξη που η χώρα έχει ακολουθήσει για πάρα πολλά χρόνια.

Η περίπτωση της Περγάμου

Μια πολύ μελετημένη διαμαρτυρία είναι αυτή της Περγάμου η οποία αφορά στη σύγκρουση μεταξύ των κατοίκων της περιοχής της Περγάμου και της εταιρίας Eurogold για την λειτουργία ενός ορυχείου χρυσού. Η πλειοψηφία των κατοίκων της περιοχής αντιδρά έντονα στην λειτουργία του ορυχείου με την αιτιολογία ότι η χρήση κυανίου που κάνει το ορυχείο είναι εξαιρετικά επιβλαβής για τη δημόσια υγεία. Η διαμάχη αυτή μεταξύ των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής της Περγάμου έφτασε μέχρι το τουρκικό Ανώτατο Δικαστήριο (Öncü and Koçan 2001 και 2002, Arsel 2003, Özdemir 2003, Beşpınar-Ekici and Gökalp 2006).

Η περίπτωση της Περγάμου έχει αναλυθεί με διάφορους τρόπους. Ως μία διαμαρτυρία με διεθνικό χαρακτήρα εξαιτίας των διασυνδέσεων των εμπλεκομένων κατοίκων με ομάδες εκτός της χώρας, ως μία περιβαλλοντική σύγκρουση και ως ένα κοινωνικό κίνημα. Η τελευταία αυτή προσέγγιση – η ανάλυση της διαμαρτυρίας ως κοινωνικό κίνημα – βασίζεται στα αιτήματα των διαμαρτυρομένων για γενικότερο εκδημοκρατισμό της τουρκικής πολιτικής ζωής, στο αίτημα της συμμετοχής τους στην λήψη της απόφασης για την λειτουργία του ορυχείου, στο αίτημα προστασίας του περιβάλλοντος.

Μητροπολιτικός Δήμος Κωνσταντινούπολης εναντίον του Τεχνικού Επιμελητηρίου Κωνσταντινούπολης

Μία παλαιότερη περίπτωση διαμαρτυρίας ήταν αυτή ανάμεσα στο Δήμο Κωνσταντινούπολης και το Τεχνικό Επιμελητήριο της Πόλης. Η διαμάχη αφορούσε στην κατεδάφιση ενός μεγάλου αριθμού διατηρητέων κτιρίων του 19ου αιώνα προκειμένου να κατασκευαστεί μία οδική αρτηρία που θα διευκόλυνε την κυκλοφορία οχημάτων στο κέντρο της πόλης (Bartu 1999). Σύμφωνα με την Bartu (1999) η διαφωνία των εμπλεκομένων πέρα από τις κατεδαφίσεις αφορούσε στην καταστροφή χώρων πρασίνου αλλά κυρίως συνεπάγονταν μια σειρά ζητημάτων που κατά την διάρκεια της σύγκρουσης απέκτησαν δημόσιο χαρακτήρα ως κρίσιμα πολιτικά ζητήματα. Εάν μάλιστα σκεφτούμε ότι η διαμάχη έγινε λίγο καιρό μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας από το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1980 – για πολλούς ένα από τα σκληρότερα πραξικοπήματα στην νεότερη τουρκική ιστορία – μπορούμε να αντιληφθούμε ότι η αντίδραση στις κατεδαφίσεις ήταν ένας τρόπος να εκφραστεί η δυσαρέσκεια για τη γενικότερη πολιτική κατάσταση που επικρατούσε τότε στη χώρα.

Το φράγμα του Ιλισού

Η σύγκρουση για την κατασκευή του φράγματος Ιλισού είναι άλλο ένα παράδειγμα περιβαλλοντικής σύγκρουσης στην Τουρκία. Αφορά στην διαμάχη των κατοίκων της περιοχής Ιλισού στη νοτιοανατολική Τουρκία και της κυβέρνησης για την κατασκευή ενός φράγματος. Οι αντιρρήσεις των κατοίκων βασίζονται στο γεγονός ότι η Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων υποδεικνύει ότι η κατασκευή του φράγματος θα επηρέαζε δραματικά το οικοσύστημα της περιοχής καθώς θα πλημμύριζε ένα μεγάλο κομμάτι δασικής περιοχής. Επιπλέον, οι αντιρρήσεις των κατοίκων προκλήθηκαν από την προοπτική να πλημμυρίσει η πόλη Ιλισού η οποία είναι μεγάλης ιστορικής και αρχαιολογικής σημασίας καθώς επίσης και από την προοπτική απεντοπισμού τους εφόσον θα πλημμύριζε η πόλη τους (KHRP 1999). Και αυτή η σύγκρουση εμπεριέχει και άλλα, πέραν του περιβαλλοντικού, ζητήματα. Η περιοχή στην οποία το φράγμα επρόκειτο να χτιστεί κατοικείται κυρίως από τους κουρδικούς πληθυσμούς, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η κατασκευή του φράγματος είναι άλλη μία πράξη του τουρκικού κράτους ενάντια τους. Έτσι η εκστρατεία ενάντια στην κατασκευή του φράγματος αποτέλεσε όχημα της τουρκικής μειονότητας να εκφράσει την δυσαρέσκεια της όχι μόνο αναφορικά με το φράγμα αλλά και με γενικότερες αντι-κουρδικές – όπως υποστηρίζουν – πολιτικές.

Η εκστρατεία της περιοχής Τούντζελι

Μια παρόμοια περίπτωση είναι η εκστρατεία αντίθεσης στην κατασκευή ενός άλλου φράγματος στην περιοχή Τούντζελι. Η περιοχή είναι επίσης κατοικημένη από κουρδικούς πληθυσμούς γεγονός που έχει χαρακτηρίσει και αυτή τη σύγκρουση (Ignatow 2008). Οι ανησυχίες των κατοίκων βασίζονται και πάλι στο φόβο πλημμύρας της πόλης Τούντζελι αλλά και των δρόμων που συνδέουν με τα ήδη απομονωμένα κουρδικά χωριά της περιοχής.


Η περίπτωση της Τρίτης Γέφυρας

Αρναβούτκιοϊ (Arnavutköy): Το αλβανικό χωριό

Το όνομα Arnavutköy δόθηκε στην περιοχή λόγω του μεγάλου αριθμού κατοίκων ατόμων αλβανικής καταγωγής που κατοικούσαν στην περιοχή τον 17ο αιώνα [Arnavutköy στα ελληνικά μεταφράζεται ως αλβανικό (Arnavut) χωριό (köy) ] (Keyder 1999). Βρίσκεται στις ευρωπαϊκές ακτές του Βοσπόρου ανάμεσα στην πρώτη γέφυρα που ενώνει το στενό του Βοσπόρου (την ομώνυμη Γέφυρα του Βοσπόρου – Boğaziçi Köprüsü) και στην δεύτερη γέφυρα (την γέφυρα του Μωχάμετ του Πορθητή - Fatih Sultan Mehmet Köprüsü). Διοικητικά ανήκει στο δήμο Beşiktaş (Beşiktaş Belediyesi) και βρίσκεται μερικά χιλιόμετρα μακριά από το κέντρο της πόλης. Το χαρακτηριστικό της περιοχής είναι τα οθωμανικά ξύλινα σπίτια (Εικόνα 1) τα οποία προσδίδουν μια γραφικότητα στην περιοχή και τα οποία όπως και όλη η ακτή του Βοσπόρου έχουν ανακηρυχθεί προστατευόμενα μνημεία πολιτισμικής κληρονομιάς.

Εικόνα 1: Μερικά από τα

χαρακτηριστικά ξύλινα

σπίτια της περιοχής

(Φωτογραφία Α. Βουλβούλη)

Η σύγκρουση

Έως το 1997 η συζήτηση για το εάν ή όχι μία Τρίτη Γέφυρα πάνω από το Βόσπορο είναι αναγκαία, είχε περιοριστεί ανάμεσα σε γραφειοκράτες και το Τεχνικό Επιμελητήριο της πόλης. Οι μεν πρώτοι υποστήριζαν ότι το κυκλοφοριακό πρόβλημα στην Κωνσταντινούπολη είναι τόσο μεγάλο που ένα τρίτο πέρασμα θα διευκόλυνε την κυκλοφορία. Το Τεχνικό Επιμελητήριο από την άλλη υποστήριζε ότι η κατασκευή μίας τρίτης γέφυρας θα είχε αντίθετα αποτελέσματα από τα επιθυμητά και υποστήριζαν την δημιουργία και ανάπτυξη ενός δικτύου μέσων μαζικής μεταφοράς ως λύση στην κυκλοφοριακή συμφόρηση.

Στις αρχές του 1998, ο Δήμος της Κωνσταντινούπολης (Istanbul Büyük Şehir Belediyesi) ανέθεσε την προετοιμασία μιας κυκλοφοριακής μελέτης στο Πολυτεχνείο της Κωνσταντινούπολης (Istanbul Teknik Üniversitesi - ITÜ). Η μελέτη η οποία παραδόθηκε στο δήμο το Δεκέμβριο του 1998, δεν προέβλεπε την κατασκευή τρίτης γέφυρας. Εντούτοις, το Νοέμβριο του 1998, έναν μήνα πριν την παράδοση της μελέτης στο δήμο, υπήρξαν δημοσιεύματα στον τύπο, τα οποία ανακοίνωναν την πρόθεση του Υπουργείου Δημοσίων Έργων για την κατασκευή μιας τρίτης γέφυρα η οποία θα βρίσκονταν ανάμεσα στο Arnavutköy (ευρωπαϊκή πλευρά) και στο Kandilli (ασιατική πλευρά).

Η πρωτοβουλία περιοχής Αρναβούτκιοϊ - ASG δημιουργήθηκε το 1998 αμέσως μετά από αυτά τα δημοσιεύματα. Έκτοτε και μέχρι σήμερα η Πρωτοβουλία είναι ενεργή και δραστήρια (πραγματοποίηση εβδομαδιαίων συναντήσεων, έκδοση δελτίων τύπου, διοργάνωση φεστιβάλ, χοροεσπερίδων, ομιλιών, πραγματοποίηση έρευνας σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο του Βοσπόρου με θέμα την προφορική ιστορία της περιοχής). Όλες οι δραστηριότητες της πρωτοβουλίας στοχεύουν στην διάδοση της πολιτισμικής και αρχιτεκτονικής ιστορίας της περιοχής καθώς επίσης και των καταστρεπτικών αποτελεσμάτων που η κατασκευής της γέφυρας θα είχε τόσο στα μνημεία όσο και στο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον της.

Τα επιχειρήματα όμως του ASG δεν εξαντλούνται στα παραπάνω. Ο λόγος του ενσωματώνει ζητήματα δημοκρατικότητας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποδεικνύοντας έτσι αυτό που υποστηρίζουν οι Kousis and Eder (2001) ότι η περιβαλλοντική πολιτική επηρεάζει λιγότερο το περιβάλλον απ’ ότι την κοινωνία. Είναι μία δράση που δεν διαμορφώνει μόνο το περιβάλλον αλλά την κοινωνία και κατά συνέπεια οποιαδήποτε συλλογική δράση που περιλαμβάνει περιβαλλοντικά ζητήματα, περιλαμβάνει ταυτόχρονα και κοινωνικά ζητήματα. Έτσι λοιπόν διαμαρτυρίες όπως αυτή του ASG αλλά και οι παραπάνω περιπτώσεις μπορούν να εξετασθούν ως διαπεριβαλλοντικές διαμαρτυρίες, όρος που περιγράφει «Συλλογική δράση η οποία υπερβαίνει τον στενό περιβαλλοντικό καθορισμό του ζητήματος, ορίζοντας τον περιβάλλοντισμό ως κάτι παραπάνω από το «να κάνω κάτι καλό για τη φύση» (Kousis and Eder 2000: 11). (Kousis and Eder 2001:11). Μια τέτοια ανάλυση μπορεί να βοηθήσει την κατανόηση τέτοιων ομάδων σε σχέση με τα πολιτικά πλαίσια στα οποία λειτουργούν αφού η ίδια η δημιουργία τους συνιστά αντίδραση σε συγκεκριμένες πολιτικές αποφάσεις αλλά και σε γενικότερες πολιτικές.

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω η δημιουργία του τουρκικού έθνους έδωσε νέο νόημα στο αστικό τοπίο. Η Κωνσταντινούπολη απέκτησε μεγάλες λεωφόρους, περιφερειακές οδούς, γέφυρες η οποίες ήταν επιλογή μιας συγκεκριμένης πολιτικής ανάπτυξης η οποία όπως φαίνεται έχει αποδομηθεί πλήρως από τους συμμετέχοντες στην Πρωτοβουλία. Σε μία από τις συνεντεύξεις μας με έναν συμμετέχοντα στην Πρωτοβουλία μας είπε:

Εάν θέλετε να μελετήσετε τη διαμαρτυρία μας, πρέπει να κοιτάξετε στο παρελθόν. Εμείς δεν αντιδράμε μόνο στην κατασκευή της γέφυρας. Αντιδράμε σε μια σειρά πολιτικών που εφαρμόζονται σε αυτήν την χώρα, στην πόλη μας. Αυτές οι πολιτικές ξεκίνησαν πριν από περίπου πενήντα χρόνια όταν η Τουρκία αποφάσισε να λάβει χρήματα ως βοήθεια από την Αμερική. Ξέρετε... Το σχέδιο Μάρσαλ.

Για τους πληροφορητές μας οι γέφυρες του Βοσπόρου και ειδικά η Τρίτη Γέφυρα δεν είναι απλά ανεπιθύμητες αλλά αποτελούν σύμβολα της τουρκικής υποτέλειας σε ξένα κεφάλαια. Όπως μας εξηγεί ένας άλλος συμμετέχοντας:

Κάποια στιγμή αυτοί που κυβερνούν αυτή τη χώρα πρέπει να καταλάβουν ότι οι άνθρωποι, όλοι οι τούρκοι έχουν δικαίωμα να ακουστούν και να γίνει η γνώμη τους παράγοντας λήψης αποφάσεων.

Δυστυχώς για την Πρωτοβουλία η Κωνσταντινούπολη ενσωματώνεται στην παγκόσμια πολιτική οικονομία σε διαδικασίες που ξεπερνούν το πλαίσιο της χώρας. Όπως αναφέραμε και παραπάνω το εθνικό σχέδιο δημιουργίας εθνικών οδών έγινε υπό την καθοδήγηση των Ηνωμένων Πολιτειών με σκοπό την εξασφάλιση της διανομής της βοήθειας σε τέτοιου είδους έργων υποδομής. Ένας άλλος πληροφορητής μας υποστηρίζει:

Όλες οι κυβερνήσεις έχουν προσπαθήσει να αλλάξουν την πόλη σύμφωνα με τις ανάγκες που η χρήση αυτοκινήτων δημιουργεί, ενώ θα έπρεπε να έχει γίνει το αντίθετο… Υπάρχει ένα λόμπι αυτοκίνητο-βιομηχανιών πίσω από τις πολιτικές αποφάσεις που δεν αφορά μόνο την Κωνσταντινούπολη ή μόνο την Τουρκία. Η προσπάθεια να αυξηθεί το όριο ταχύτητας σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες για παράδειγμα αφορά στην προσπάθεια να καταστεί το αυτοκίνητο ανταγωνιστικό σε σχέση με τα υπόλοιπα μέσα μεταφοράς. Η αγορά αυτοκινήτων στην Ευρώπη μειώνεται και αυτό ανησυχεί τις αυτοκινητοβιομηχανίες.

Φαίνεται λοιπόν ότι και στην περίπτωση της Πρωτοβουλίας ASG το περιβάλλον ενσωματώνει μια σειρά άλλων θεμάτων τα οποία εμπλέκουν ζητήματα διακυβέρνησης, εκδημοκρατισμού ακόμα και ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Όπως μας είπε ένας πληροφορητής:

Όταν διάβασα στην εφημερίδα για την κατασκευή της γέφυρας αισθάνθηκα σαν είχε μπει κάποιος κλέφτης μέσα στο σπίτι μου. Πώς είναι δυνατόν να διώχνεις έτσι βάρβαρα κάποιον από την εστία του;

Σε άλλο σημείο της συζήτησης είπε:

Μερικοί άνθρωποι που ζουν κάτω από τη δεύτερη γέφυρα δεν ακούνε τίποτα πέρα από τον θόρυβο των αυτοκινήτων που περνάνε από τη γέφυρα. Ούτε τους σεισμούς δεν αισθάνονται!

Όπως θα δούμε και παρακάτω, για την Πρωτοβουλία το ζήτημα της Τρίτης γέφυρας είναι πρωτίστως ένα πολιτικό ζήτημα. Ο συνδυασμός της περιβαλλοντικής προστασίας με αιτήματα όπως δημοκρατική συμμετοχή και ανθρώπινα δικαιώματα καθώς και η έκκληση σε πολιτικά κόμματα αλλά και Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις να πάρουν θέση στο θέμα υποδεικνύουν ότι σημείο αναφοράς της Πρωτοβουλίας είναι το κράτος το οποίο και καλούν να λύσει το πρόβλημα λαμβάνοντας υπόψη την άποψη τους, δίνοντας τους λόγο και θέση στη λήψη της απόφασης για την κατασκευή ή όχι της γέφυρας.

ASG και πολιτικά κόμματα

Από την αρχή της συγκρότησης της η Πρωτοβουλία έχει εκδηλώσει σαφώς την άποψη ότι η αντίθεση της στην κατασκευή της Τρίτης Γέφυρας έχει πολιτικές διαστάσεις. Χωρίς να υπάρχει κάποια σχέση με συγκεκριμένα πολιτικά κόμματα, η υποστήριξη από πολιτικούς, βουλευτές, τοπικούς άρχοντες γίνεται δεκτή από την Πρωτοβουλία αν και με σχετική δυσπιστία. Όπως μας είπε ένας πληροφορητής:

Όποια κυβέρνηση έχει αναλάβει την εξουσία από το 1998 και μετά δεν έχει κάνει τίποτα για να εμποδίσει την κατασκευή της γέφυρας. Είτε Κεμαλιστές είτε Ισλαμιστές όλοι ελέγχονται από οικονομικά λόμπι που επιθυμούν την κατασκευή της γέφυρας.

Εντούτοις, είναι σαφές για τους συμμετέχοντες στην Πρωτοβουλία ότι η λύση του προβλήματος είναι θέμα πολιτικής βούλησης και γι’ αυτό στις 27 Ιουνίου 2002 μια αντιπροσωπεία από την Πρωτοβουλία επισκέφτηκε το τουρκικό Κοινοβούλιο όπου συναντήθηκε με βουλευτές στους οποίους δήλωσε επίσημα την αντίθεσή της στην κατασκευή της Τρίτης Γέφυρας.

Τα πολιτικά κόμματα φαίνεται να έχουν κατανοήσει τα πολιτικά οφέλη που η στήριξη της πρωτοβουλίας μπορεί να τους αποφέρει γεγονός που έγινε εμφανές κατά την διάρκεια της προεκλογικής περιόδου για τις τοπικές εκλογές του 2004. Λίγες εβδομάδες πριν τις εκλογές οι υποψήφιοι δήμαρχοι περιόδευαν στην πόλη με ανοιχτά διώροφα λεωφορεία διακοσμημένα με τη σημαία του κόμματος από το οποίο στηρίζονταν. Στα λεωφορεία υπήρχαν συνήθως άτομα από τον συνδυασμό τα οποία βρίσκονταν στο δεύτερο όροφο του λεωφορείου και χαιρετούσαν τους εν δυνάμει ψηφοφόρους τους. Η μουσική που συνόδευε όλη αυτή την προεκλογική «τελετουργία» διακόπτονταν όταν το λεωφορείο περνούσε από το κέντρο της συνοικίας για να δώσει στους υποψηφίους την ευκαιρία να αναγγείλουν σημεία του προεκλογικού τους προγράμματος. Τη στιγμή που τα λεωφορεία διέρχονταν από το Αρναβούτκιοϊ, το θέμα της Τρίτης Γέφυρας και η αντίθεση τους στην κατασκευή της ήταν πάντα μέσα σε αυτά που οι υποψήφιοι ανακοίνωναν.

Όλη αυτή η διάδραση μεταξύ της Πρωτοβουλίας και των πολιτικών κομμάτων, καθώς επίσης και η επιθυμία της να είναι οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης αυτοί που θα αποφασίσουν την κατασκευή ή όχι της γέφυρας[2] καταδεικνύει την δυσκολία να αναλυθεί ως μέρος της κοινωνίας των πολιτών με την έννοια που τη διαχωρίζει από το κράτος. Τόσο η Πρωτοβουλία ASG όσο και οι υπόλοιπες περιπτώσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω ζητούν τη λύση του προβλήματος από το ίδιο το κράτος ακόμα και αν ζητούν τη συμμετοχή τους στη διαδικασία αυτή.

Συμπερασματικά

Το 1840 ο Alexis de Tocqueville έγραψε ότι οι πολίτες, παρά τις συγκρούσεις που δημιουργούνται, θεωρούν το κράτος ως το μόνο φορέα που έχει συμφέρον και δύναμη να τους υπερασπιστεί. Γι’ αυτό συχνά εμπιστεύονται το κράτος για την υπεράσπιση των συλλογικών συμφερόντων τους. Με αυτόν τον τρόπο όμως το κράτος έχει τη δυνατότητα να υπερασπιστεί όχι μόνο τα συμφέροντα των πολιτών αλλά και την κυριαρχία του στην συλλογική συνείδηση (σε Ψημίτης 2006). Επομένως, η δύναμη του κράτους γίνεται οργανική σε μια κοινωνία με τρόπο τέτοιο που ασκεί μια σειρά κοινωνικών ελέγχων και κανονιστικών επιρροών (Foucault 1980). Μία τέτοια προσέγγιση μπορεί να εξηγήσει γιατί σε περιπτώσεις συγκρούσεων, οι πολίτες νομιμοποιούν την αντίδραση τους στο κράτος χρησιμοποιώντας μεθόδους του κράτους όπως για παράδειγμα το αίτημα για δημοψήφισμα που διάφορες οργανώσεις ζητούν όταν προκύπτουν ζητήματα στα οποία διαφωνούν με κρατικές αποφάσεις. Με αυτόν τον τρόπο ωστόσο οι πολίτες νομιμοποιούν την κρατική εξουσία πολλές φορές ασυνείδητα γεγονός που καθιστά την διάκριση μεταξύ του κράτους και της κοινωνίας των πολιτών ιδιαίτερα προβληματική. Όπως γράφει η Navaro-Yashin (2002) αναφερόμενη στην Τουρκική πραγματικότητα, ακόμα και όταν οι πολίτες φαίνεται να αποδοκιμάζουν το κράτος, οι καθημερινές πρακτικές τους αποδεικνύουν ότι σκέφτονται και δρουν με κατηγορίες οι οποίες έχουν ως κύριο σημείο αναφοράς αυτό το οποίο αποδοκιμάζουν. Όπως αποδεικνύει η εθνογραφική εμπειρία, τόσο μπλεγμένες είναι οι κατηγορίες της κοινωνίας των πολιτών με αυτές του κράτους που ο αναλυτικός διαχωρισμός τους είναι μάταιος (ο.π. 136).

Όπως ήδη αναφέρθηκε παραπάνω όλες οι συγκρούσεις που συζητήθηκαν έχουν ως κύριο σημείο αναφοράς τους το κράτος το οποίο κατακρίνουν αλλά και από το οποίο ζητούν αναγνώριση και λύση. Επομένως για την κατανόηση τέτοιου είδους ομάδων και συγκρούσεων οφείλει κανείς να μελετήσει όχι τόσο τα χαρακτηριστικά που αυτές οι ομάδες, ως κομμάτια της σφαίρας της κοινωνίας των πολιτών, έχουν αλλά τη σχέση που έχουν με τη σφαίρα του κράτους, η οποία σε μεγάλο βαθμό διαμορφώνει τον χαρακτήρα τους. Μία τέτοια προσέγγιση δίνει χώρο στην ανάλυση τέτοιων συγκρούσεων όχι ως μεμονωμένες ή NIMBY συγκρούσεις αλλά ως συγκρούσεις που διαμορφώνονται από πολιτικές επιλογές. Όπως φαίνεται και από τα σχόλια των πληροφορητών μας η Πρωτοβουλία ASG δεν αντιδρά απλά στην κατασκευή της γέφυρας αλλά και ίσως περισσότερο στην αδιαλλαξία της κυβέρνησης να συμπεριλάβει την άποψη τους στην ατζέντα για το θέμα της Τρίτης Γέφυρας.


Ελληνόγλωση Βιβλιογραφία

Arundhati, R 2000 Η αξία της ζωής. Αθήνα: Ψυχογιός.

Σπυριδάκη, Ε 2007 Μελέτη του Καθεστώτος Κατασκευής Μεγάλων Φραγμάτων στη Βραζιλία και στην Ινδία. Βασικά Σημεία Συγκριτικής Αξιολόγησης των Κινημάτων Ενάντια στα Φράγματα στις Χώρες αυτές. Αδημοσίευτη Πτυχιακή Εργασία. Πανεπιστήμιο Αιγαίου.

Ψημίτης, Μ 2006 Εισαγωγή στα σύγχρονα κοινωνικά κινήματα. Αθήνα: Ατραπός.

Ξενόγλωσση Βιβλιογραφία

Arsel, M 2003 Risk Society at Europe’s Periphery? The Case of the Bergama Resistance in Turkey. In: Gökşen et al (eds.) Integrating and Articulating Environments: A Challenge for Northern and Southern Europe. Swets and Zeitlinger.

Bartu, A 1999 Who Owns the Old Quarters? Rewriting Histories in Global Era. In: Keyder, Ç (ed.) Istanbul between the Global and the Local. Rowman & Littlefield Publishers, Inc.

Beşpınar-Ekici, U F and D Gökalp 2006 Power Brokers, Local Beneficiaries and Empowering the Powerless: A Critical Assessment of the NGOs, Civil Society and Democracy in Turkey. Paper presented in the Graduate Student Conference. Institute for International and Regional Studies, Princeton University, 7-8 April 2006.

KHRP, The Ilisu Dam: A Human Rights Disaster in the Making. November 1999.

Carroll, T 1992 Intermediary NGOs: The Supporting Link in Grassroots Development. Connecticut, Kumarian Press

Cummings, B 1990 Dam the rivers, damn the people: Development and Resistance in Amazonian Brazil. Earthscan Publications Ltd., London

Dahrendorf, R 1990 Reflection on the revolution in Europe. London, Chatto & Windus.

Danışman, G ve İ Üstün 2003 Contentious Politics at a Bosphorus Neighbourhood. Perspectives on Conflict and Solidarity during the 20th Century. Paper presented at the conference on Contentious Politics and the Economic Opportunity Structure: Mediterranean Perspectives. University of Crete, Rethimno17-18 October 2003.

Derek, W 1999 Earth First! And the Anti-Roads Movement: Radical Environmentalism and Comparative Social Movements. Routledge.

Foucault, Michel 1980 Power/Knowledge - Selected Interviews and Other Writings 1972-1977. In Colin, G (ed.). Brighton, Harvester Press.

Gellner, E 1994 Conditions of Liberty: Civil Society and Its Rivals. London, Penguin.

Gledhil, J 1994 Power and its Disguises: Anthropological Perspectives on Politics. Pluto Press.

Göle, N 1994 Towards an Autonomization of Politics and Civil Society in Turkey. In: Heper, M (ed.) Politics in the Third Turkish Republic. Boulder: Westview Press.

Gürbey, S 2006 Civil Society and Islam in Turkey. Paper Presented at the Graduate Conference of Columbia University. Spring 2006.

Hall, J 1995 In Search of Civil Society. In: Hall, J (ed.) Civil Society: Theory, History, Comparison. Polity Press.

Ignatow, G 2005a From Science to Multiculturalism: Postmodern Trends in

Environmental Organizations. Global Environmental Politics 5(2): 88-113.

——— 2005b ‘Economic Dependency and Environmental Attitudes in Turkey’. Environmental Politics 14(5): 648-66.

——— 2007 Transnational Identity Politics and the Environment. Lexington Books.

——— 2008 Globalizations and the Transformation of Environmental Activism: Turkey since the 1980s. Globalizations 5(3): 433-447.

Jalali, R 2002 Civil Society and the State: Turkey after the Earthquake. Disasters 26(2): 120-139.

Kadioğlu, A 2005 Civil Society, Islam and Democracy in Turkey: A Study of Three Islamic Non-Governmental Organizations. The Muslim World 95: 23-41.

Kenny, S 1998 The Hindmarsh Island Bridge: Case-Implications for Native Title Paper presented at the AIC Native Title Conference, April 1998.

Keyder, Ç 1999 A Tale of Two Neighbourhoods. In: Keyder, Ç (ed.) Istanbul between the Global and the Local. Rowman & Littlefield Publishers, Inc.

Keyman, E F and A Içduygu 2003 Globalization, Civil Society and Citizenship in Turkey: Actors, Boundaries and Discourses. Citizenship Studies 7(2): 219-234.

Kousis, M and K Eder 2001 Introduction: EU policy-making, local action, and the emergence of institutions of collective action. A theoretical perspective on Southern Europe. In: Kousis, M and K Eder (eds.) Environmental Politics in Southern Europe: Actors, Institutions and Discourses in a Europeanizing Society. Dordrecht, Kluwer Academic Publishers.

Kubicek, P 2005 The European Union and Grassroots Democratization in Turkey. Turkish Studies 6(3): 361-377.

Lewellen, T C 2003 Political Anthropology: An Introduction. Praeger Publisers.

Mango, A 2004 Atatürk: The Biography of the Founder of Modern Turkey. The Overlook Press.

Mardin, Ş 1995 Civil Society and Islam. In: Hall, J (ed.) Civil Society: Theory, History, Comparison. Polity Press.

McCormick, S 2006 The Brazilian Anti-dam Movement. Organization&Environment 19(3): 321-346.

McKay, G 1996 Senseless Acts of Beauty: Cultures of Resistance. Verso.

Navaro – Yashin, Y 2002a Faces of the State. Princeton and Oxford, Princeton University Press.

Öncü, A and G Koçan 2001 Political Identity and Citizenship Politics. Nationalism and Cosmopolitanism in the Bergama Movement in Turkey. New Perspectives on Turkey 26: 29 – 57.

Öncü, A and G Koçan 2002 Democratic Citizenship Movements in the Context of Multi-layered Governance: The Case of the Bergama Movement. Sabancı University and Bilkent University.

Özdemir, İ 2003 The Development of Environmental Consciousness in Modern Turkey. In: Richard Foltz (ed.), Environmentalism in the Muslim World.

Boston: MIT Press.

Robins, K 1996 Interrupting Identities: Turkey/Europe. In: Hall S and du Gay P (eds.) Questions of Cultural Identity. London, SAGE Publications.

Rumelili, B 2005 Civil Society and the Europeanization of Greek–Turkish Cooperation. South European Society & Politics. 10(1): 45-56.

Sachs, A 1997 What do human rights have to do with environmental protection? Everything. Paper prepared for the Local Libraries: Global Awareness Project.

Salamon, L M, S W Sokolowski and List, R 2003 Global Civil Society: An Overview. Baltimore, The John Hopkins University.

Şimşek, S 2004 New Social Movements in Turkey Since 1980. Turkish Studies 5(2): 111 – 139.

Voulvouli, A 2004a Environmentalism as Social Critique: The case of ASG

Paper presented at the International Conference on Nature, Science and Social Movements, Department of Sociology, University of the Aegean, 25 -28 June 2004.

——— 2004b From ‘NIMBYism’ to ‘Transenvironmentalism’: The struggle against the Third Bosphorus Bridge. Paper presented at the EASA 8th Bi-annual Conference: Face to face: Connecting Distance and Proximity, University of Vienna, 8 - 12 September 2004.

——— 2008 Arnavutköy District Initiative. From Environmentalism to Transenvironmentalism: Practicing Democracy in a neighbourhood of Istanbul. Αδημοσίευτη Διδακτορική Διατριβή. University College LondonUniversity of London.

Wapner, P K 1996 Environmental Activism and World Civic Politics. New York: State University of New York Press.



[1] Το ακρωνύμιο NIMBY προκύπτει από την αγγλική φράση Not In My Back Yard, η οποία περιγράφει τις αντιδράσεις πολιτών σε συγκεκριμένες αποφάσεις για την κατασκευή έργων υποδομής στην περιοχή τους, χωρίς να τους ενδιαφέρουν οι επιπτώσεις που θα έχει η κατασκευή του σε άλλη περιοχή.

[2] Όπως δύο από τους συμμετέχοντες στην πρωτοβουλία υπογραμμίζουν σε μία ανακοίνωση τους σ’ ένα συνέδριο: «Η τελική νίκη της Πρωτοβουλίας ASG θα έλθει όταν η κυβέρνηση θα αποφασίσει να επιτρέψει στους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης να πάρουν αυτοί απόφαση για την κατασκευή ή όχι της Τρίτης Γέφυρας» (Danışman and Üstün 2003:8).