«Οι διανοούμενοι πρέπει ν’ αναλαμβάνουν ορισμένα ρίσκα, να βγαίνουν από τις Σχολές τους και να εγκαθιδρύουν δεσμούς μεταξύ των αναλύσεων που κάνουν στ’ αμφιθέατρα και εκείνων που αναπτύσσονται στο πεζοδρόμιο», λέει η Τζούντιθ Μπάτλερ στην «Εφημερίδα των Συντακτών» και τον Τάσο Τσακίρογλου |
Δημόσια διανοούμενη που δεν διστάζει να
τα βάλει με κατεστημένα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα, η Μπάτλερ
δίνει κατά καιρούς μάχες ακόμα και με προσωπικό κόστος. Πρόσφατα, η
εβραϊκής καταγωγής καθηγήτρια βρέθηκε στη δίνη του κυκλώνα εξαιτίας της
κριτικής που άσκησε, για πολλοστή φορά, στην ισραηλινή πολιτική έναντι
των Παλαιστινίων, τονίζοντας ότι «η δικαιοσύνη είναι συνυφασμένη με τις
παραδόσεις του εβραϊσμού». Κάλεσε ταυτόχρονα το πανεπιστήμιο στο οποίο
εργάζεται να σταματήσει τη συνεργασία με δύο αμερικανικές εταιρείες, οι
οποίες «επενδύουν και κερδοσκοπούν από την ισραηλινή κατοχή της
Παλαιστίνης».
• Στις μέρες μας η ανισότητα συνεχίζει να βαθαίνει ακολουθώντας τη δική της λογική και δυναμική. Οπως το θέτει ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν, «οι κοινωνικές ανισότητες κοντεύουν να μετατραπούν στο πρώτο αεικίνητο της ιστορίας». Σηματοδοτεί αυτό μια νέα φάση στην καπιταλιστική ανάπτυξη; Δεν ξέρω εάν πρόκειται για μια νέα φάση στην καπιταλιστική ανάπτυξη ή τη διαμόρφωση μιας νέας σύνθεσης, η οποία καθαρά προέρχεται από προγενέστερους καπιταλιστικούς τρόπους λειτουργίας του συστήματος. Οπως γνωρίζετε, οι συζητήσεις περί νεοφιλελευθερισμού επικεντρώνονται στο ερώτημα σχετικά με το εάν η παρούσα οικονομική σύνθεση αποτελεί συνέχεια της παλαιότερης ή συνιστά μια ρήξη. Δεν είμαι σίγουρη εάν πρέπει να απαντήσουμε σ’ αυτό το ερώτημα προκειμένου να κατανοήσουμε και να αντιπαρατεθούμε σ’ αυτήν την ασυνήθη εδραίωση των κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων. Η παραγωγή προσωρινής και ανασφαλούς εργασίας ή ακόμα και μόνιμης ανεργίας, σημαίνει ότι δεν εργαζόμαστε πλέον μέσα σ’ ένα πλαίσιο στο οποίο οι εργοδότες εκμεταλλεύονται τους εργαζόμενους. Στοχαζόμαστε τώρα σχετικά με τις συνθήκες της ίδιας της εργασίας, για το ποιος έχει εργασία, τι μορφές παίρνει και πώς έχει μεταμορφωθεί για έναν αυξανόμενο αριθμό [ανθρώπων] σε μια συνθήκη επισφάλειας. • Βλέπουμε μια συνεχόμενη διαδικασία κοινωνικού αποκλεισμού, «εγκαταλειμμένων πληθυσμών αποκλεισμένων από το “εμείς”, το οποίο εκπροσωπείται από δημοκρατικές κυβερνήσεις και θεσμούς». Ποιες είναι οι συνέπειες για τη δημοκρατία; Οσον αφορά τις συνέπειες, πρώτα απ’ όλα, η δημοκρατία υπάρχει –όταν υπάρχει– έξω από τους υπάρχοντες αντιπροσωπευτικούς θεσμούς, έστω και εάν αυτοί οι θεσμοί αποτελούν την προϋπόθεσή της και αυτή τους προσδίδει νομιμοποίηση. Πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι ο «δήμος» εμφανίζεται με σποραδικούς και περιοδικούς τρόπους που μας θυμίζουν ότι ο «λαός» δεν εκπροσωπείται ποτέ πλήρως και επαρκώς από εκείνους που εκλέγει ή εκείνους τέλος πάντων που εκλέγει η πλειοψηφία ή εκείνους τους οποίους τα δικαστήρια φέρνουν στην εξουσία. • Οι επιθετικές νεοφιλελεύθερες οικονομικές πρακτικές οδηγούν σε αυξανόμενο κοινωνικό κατακερματισμό και ιδεολογική σύγχυση, τα οποία με τη σειρά τους ενισχύουν την κοινωνική προσαρμογή. Υπάρχει έξοδος απ’ αυτόν τον φαύλο κύκλο; Υπάρχουν λόγοι για να φοβόμαστε την κοινωνική ενσωμάτωση τόσο όσο και τον κοινωνικό κατακερματισμό. Το πρόβλημα δεν είναι ότι η κοινή βάση της κοινωνίας έχει καταστραφεί. Αυτή η βάση πάντα υπήρξε ανταγωνιστική ή, τουλάχιστον, συγκρουσιακή. Οταν αναφερόμαστε στην «προσαρμογή», πιθανότατα τώρα στοχαζόμαστε πάνω στο πώς εκείνοι που έχασαν τη δουλειά τους ή είναι σοκαρισμένοι από τα χρέη που δεν μπορούν να αποπληρώσουν, αποδέχονται την κατάστασή τους ή εσωτερικεύουν αυτή την κατάσταση ως μια μορφή προσωπικής αποτυχίας. Είναι αυτή η ιδιαίτερη μορφή πολιτικής κατάθλιψης που πρέπει να αντιμετωπιστεί μέσα από την καλλιέργεια της οργής. Με τη λέξη «καλλιέργεια» δεν εννοώ απλώς ότι πρέπει να προαγάγουμε τη βία. Αντίθετα, πρέπει να την καλλιεργήσουμε σε μορφές ανάλυσης και αντιπολιτευτικών πολιτικών δράσεων. • Πιστεύετε ότι τα νέα κοινωνικά κινήματα, όπως οι «Αγανακτισμένοι» και το «Occupy Wall Street», διαμορφώνουν νέες πολιτικές ταυτότητες και πώς μπορούν να συμβάλουν στην πάλη για μια ριζοσπαστική κοινωνική αλλαγή; Δεν είμαι σίγουρη ότι παράγουν ταυτότητες. Τα βλέπω περισσότερο να τραβούν μια κριτική προσοχή πάνω σε μια αυξανόμενη και εντεινόμενη κατάσταση επισφάλειας. Είναι ένα πράγμα για τους ανθρώπους να προσεγγίζουν ο ένας τον άλλο εξαιτίας του ότι εμπλέκονται σε μια κοινή συνθήκη την οποία θεωρούν απαράδεκτη και είναι ένα άλλο πράγμα να συσπειρώνονται όλοι μαζί πάνω σε μια βάση ταυτότητας ή πάνω σε δεσμούς που γίνονται αντιληπτοί μεταξύ [διαφόρων] ταυτοτήτων. • Εχετε πει ότι «η μεγαλύτερη αδικία είναι να παραμένεις σιωπηλός μπροστά στην εγκληματική αδικία». Αποτελεί αυτή η διαπίστωση κάλεσμα για ένα κίνημα αντίστασης; Ναι, αποτελεί. Πιστεύω ότι η αδικία πρέπει να αντιμετωπιστεί όχι μόνο με ατομικές φωνές, αλλά με φωνές και πράξεις των πολλών. • Στην Ελλάδα η ναζιστική Χρυσή Αυγή επιτίθεται σε μετανάστες και διαχέει τον ρατσισμό και το μίσος. Την ίδια ώρα οι νεοναζί αμφισβητούν τη δημοκρατική τάξη, υποστηρίζοντας (όπως και οι πολιτικοί τους πρόγονοι στη Γερμανία) ότι είναι «κατά του συστήματος». Μπορεί να υπάρξει μια αποτελεσματική αντίδραση για την αντιμετώπισή τους; Πιστεύω πως ο ισχυρισμός τους, ότι είναι «κατά του συστήματος», είναι εντελώς επιφανειακός, στον βαθμό που στην ιστορία έχουν υπάρξει ναζιστικά συστήματα καταπίεσης και φασιστικά καθεστώτα. Δεν προσπαθούν να κρατηθούν εκτός εξουσίας, αλλά να κερδίσουν την εξουσία μέσω εκλογών και να εγκαθιδρύσουν τη δική τους νομιμοποίηση. Σε κάθε περίπτωση, το πολιτικό σημείο αντίστασης δεν είναι απλώς να είσαι εναντίον του όποιου «συστήματος», αλλά να εναντιώνεσαι σε άδικα συστήματα και να διεκδικείς περισσότερο δίκαια. Η Χρυσή Αυγή δεν διεκδικεί καμία δικαιοσύνη. • Εχετε περιγράψει τον εαυτό σας ως μια «συνειδητή διανοούμενη, η οποία στέκεται στο περιθώριο». Αντιθέτως, όμως, εμείς βλέπουμε περισσότερο μια μαχητική δημόσια διανοούμενη σε μια σειρά ζητημάτων. Πώς βλέπετε εσείς τον ρόλο των διανοουμένων; Ορισμένες φορές βρίσκομαι στο περιθώριο, αλλά και από εκεί προσφέρω τη βοήθειά μου. Αλλες φορές βρίσκομαι στο κέντρο, μιλώντας γι’ αυτά που σκέφτομαι και πιστεύω, μιλώντας ανοιχτά γι’ αυτά που βλέπω. Νομίζω ότι οι διανοούμενοι πρέπει ν’ αναλαμβάνουν ορισμένα ρίσκα, να βγαίνουν από τις Σχολές τους και να εγκαθιδρύουν δεσμούς μεταξύ των αναλύσεων που κάνουν στ’ αμφιθέατρα και εκείνων που αναπτύσσονται στο πεζοδρόμιο. Νομίζω ότι εγώ και η Αθηνά Αθανασίου προσπαθήσαμε να το κάνουμε αυτό στο τελευταίο μας βιβλίο «Απαλλοτριώσεις», όπου ασχοληθήκαμε με τη νέα πολιτική αντίσταση στην Ελλάδα και σε άλλα μέρη του κόσμου. Πιστεύω ότι ο καθένας είναι ένας δημόσιος διανοούμενος, αλλά μόνο ορισμένοι από εμάς το θυμούνται, μόνο κατά περίσταση. …………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….. Ποια είναι Η Τζούντιθ Μπάτλερ, μεταστρουκτουραλίστρια φιλόσοφος, έχει γεννηθεί το 1956 στις Ηνωμένες Πολιτείες και έχει συμβάλει στα πεδία του φεμινισμού, της πολιτικής φιλοσοφίας και της ηθικής. Είναι καθηγήτρια στο τμήμα Ρητορικής και Συγκριτικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνιας. Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα βιβλία της: «Σώματα με σημασία – Οριοθετήσεις του “φύλου” στο λόγο» (Εκκρεμές 2008), «Ευάλωτη ζωή – Οι δυνάμεις του πένθους και της βίας» (Νήσος 2008), «Λογοδοτώντας για τον εαυτό» (Εκκρεμές 2009), «Η ψυχική ζωή της εξουσίας» (Πλέθρον 2009), «Αναταραχή φύλου – Ο φεμινισμός και η ανατροπή της ταυτότητας» (Αλεξάνδρεια 2009). |
Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2013
Τζούντιθ Μπάτλερ: «Η οργή να μη γίνει βία, αλλά πολιτική δράση»
Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2013
αδελφοί Μουσουλμάνοι και Χρυσή Αυγή: Συγκριτικά σχόλια για την τρομοκρατία των άκρων και τον αμοραλισμό της οικογενειοκρατίας του μεσαίου χώρου
Από τη δυτικοκεντρική κριτική στην παγκοσμιοτοπική κατανόηση
Φωτεινή Τσιμπιρίδου
Ως ανθρωπολόγος θα προσπαθήσω να κατανοήσω κριτικά την ελληνική κοινωνία και το φαινόμενο Χρυσή Αυγή κατά την εποχή της κρίσης αντλώντας παραδείγματα από άλλες κοινωνίες και όχι μόνο από άλλες εποχές (βλ. τη χρήση των ιστορικών παραδειγμάτων για την άνοδο του φασισμού στον Μεσοπόλεμο, μετά την κρίση του 1929). Η εξοικείωσή μου με παραδείγματα μουσουλμανικών κοινωνιών με φέρνουν στην Αίγυπτο και στο παράδειγμα των Αδελφών Μουσουλμάνων, έτσι όπως ξεκίνησαν τη δράση τους την εποχή της ύφεσης, μετά το κραχ του 1929.
Το επιχείρημα από παρατηρήσεις επί του πεδίου
1. Η τρομοκρατία των άκρων στην Ελλάδα της κρίσης είναι μια προπαγανδιστική ρητορική που στηρίζεται είτε στην κινητοποίηση του φόβου μέσω του εθνικισμού είτε στην υποκριτική βεβαιότητα της παραδοχής ότι ώς χώρα «ανήκουμε στη Δύση» ή και στα δύο. Κάνει χρήση γενικεύσεων και παράγει στερεότυπα μετά την εσωτερίκευση της οριενταλιστικής ματιάς των Ευρωπαίων. Η τελευταία μάς καθηλώνει στη στάση ενός απολογητικού εθνικισμού και μιας ιδιαιτερότητας προκειμένου να αποδείξουμε ότι αξίζουμε να είμαστε Ευρωπαίοι και όχι βάρβαροι. Αυτή η διαδικασία υποκριτικής απόκρυψης οδηγεί σε τεχνολογίες ρευστής και ευάλωτης διαχείρισης των δύο εικόνων του «Έλληνα και του Ρωμιού» ανάλογα με την περίσταση, ενώ το ανομολόγητο του εγκλωβισμού στην ετεροκαθορισμένη προσδοκία των Ευρωπαίων προάγει τον ιδιότυπο διπλό δεσμό της κρυπτοαποικιοκρατίας,1 να αυτοθεωρούμαστε δηλαδή ως «εκλεκτοί και συνάμα απόκληροι της Ευρώπης».
2. Η διάχυση της παραπάνω θέσης στη διαπιστωμένα διευρυμένη μεσαία τάξη των Ελλήνων μεταπολεμικά και κυρίως μεταπολιτευτικά δυναμώνει και συσπειρώνει τον ελληνικό εθνικισμό οδηγώντας συστηματικά σε ιδεολογήματα και αδιέξοδα, σε επιθυμίες και ματαιωμένες προσδοκίες. Ο τρόπος ζωής, οι συνήθειες και οι προσδοκίες της μεγάλης μάζας του λεγόμενου μεσαίου χώρου, αυτής της αλά παλαιομαρξιστικά «μεσαίας τάξης», γέννησαν τον τύπο του «νεοέλληνα» («ελληνάρα» στην εκλαϊκευμένη εκδοχή) που μετά το 1990 και την έξαρση του εθνικισμού λόγω Μακεδονικού δεν προσπαθεί μόνο να ξεφύγει από τη φτώχεια, τη στέρηση και τα φαντάσματα της ανταγωνιστικής επιβίωσης στην ύπαιθρο (που σημειωτέον δεν λύθηκαν με τον Εμφύλιο έκτοτε) αλλά και με τη βοήθεια της Ευρώπης οδηγείται στον νεοπλουτισμό, την αστυφιλία και το νέο λάιφ στάιλ του υπερκαταναλωτισμού. Όλα αυτά σε συνδυασμό με την καλλιέργεια της εικόνας της μοναδικότητας του ελληνικού πολιτισμού ως του μόνου υπεράνω όλων όχι μόνο δεν επιτρέπουν τη ριζοσπαστικοποίηση της κοινωνίας στη συγκυρία της τελευταίας κρίσης που προκαλεί ο νεοφιλελευθερισμός, ενώ επιταχύνεται ο ευρωσκεπτικισμός, αλλά οδηγούν στην τυραννία της επιβολής των υποπροϊόντων της μαζικής κουλτούρας (βλ. αισθητική του χώρου, της διασκέδασης, της παιδείας, της κοινωνικότητας) με ρητορικές, συνήθειες και πρακτικές αρχαιολατρίας, επαναπροσδιορισμού της ορθοδοξίας και εθνοκεντρισμού. Ο εγκλωβισμός της μάζας στην ανεκπλήρωτη επιθυμία αφενός να μοιάσουμε στους αρχαίους και αφετέρου στην ανώτερη τάξη οδηγεί στην ανατροφοδότηση μιας τεχνολογίας διαχείρισης που διέπεται από τον «αμοραλισμό της οικογενειοκρατίας» (amoral familism).2 Η τελευταία ωστόσο κάθε άλλο παρά άμοιρη είναι της εργαλειακής χρήσης που έκαναν οι πολιτικοί που προέρχονταν από τα αστικά τζάκια προκειμένου να κεφαλαιοποιήσουν το πολιτικό τους όφελος (βλ. πατρονία και πελατειακές σχέσεις). Ο αμοραλισμός της οικογενειοκρατίας αποτέλεσε την αρχή της κυβερνητικότητας σε επίπεδο νεοελληνικού κράτους, αφού ανατροφοδοτήθηκε και μεταλλάχθηκε όταν χρησιμοποιήθηκε εργαλειακά από τις ελίτ στις σχέσεις κυβερνώντων και κυβερνωμένων.
Η διαχείριση και ο ωφελιμισμός της εθνικοφροσύνης
Η σύγκριση με την Αίγυπτο μπορεί να μας κάνει να καταλάβουμε ότι δεν είμαστε μοναδικό παράδειγμα και ότι κινούμαστε στην ίδια γραμμή της ιστορίας της εξάπλωσης του καπιταλισμού είτε με αποικιοκρατικούς όρους (βλ. Αίγυπτος) είτε με κρυπτοαποικιακούς (βλ. Ελλάδα), αλλά σίγουρα νεοαποικιοκρατικούς, λόγω νεοφιλελεύθερης κυβερνητικότητας και για τις δύο περιπτώσεις, όρους. Για τους Έλληνες, αυτό μπορεί να σημάνει την αποδέσμευση από το ιδεολόγημα του «ανήκουμε στη Δύση» και την αποδοχή του αντιθέτου, όχι γιατί ακολουθούμε τις παλαιομαρξιστικές θεωρίες εξάρτησης, αλλά γιατί σε αυτό μας οδηγεί η συστηματική παρατήρηση των πρακτικών κυβερνητικότητας. Οι τελευταίες όχι μόνο δεν ευνόησαν την ανάπτυξη ενός τοπικού παραγωγικού μοντέλου τόσο στην οικονομία όσο και στην πολιτική ζωή που να σχεδίαζε και να οραματιζόταν την ευημερία των πολιτών της χώρας, αλλά επένδυσαν στον αμοραλισμό της οικογενειοκρατίας, μέρος της οποίας και η ρητορική της εθνικοφροσύνης ή της προδοσίας όσων δεν την υπηρετούν.
Η ιδιοτυπία του ελληνικού εθνικισμού που τον θέλει λόγω αρχαιοελληνικού πνεύματος να φαντασιώνεται τις απαρχές του ευρωπαϊκού πολιτισμού, τοποθετεί τους χρήστες του καμιά φορά είτε απέναντι από το κατεστημένο της εκκλησίας είτε απέναντι στον ορθό λόγο. Αυτό όμως δεν αποτελεί απόκλιση από το γενικό εθνικό φαντασιακό. Αριστεροί και ακροδεξιοί μοιάζει να μοιράζονται το ίδιο εθνικό φαντασιακό που διαποτίζει τη ζωή των Ελλήνων μέσω της εθνοκεντρικής εκπαίδευσης (βλ. ταμπού στη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών3), το οποίο σε περιόδους καπιταλιστικών κρίσεων χρησιμοποιείται εργαλειακά από θιασώτες του μεσαίου χώρου που παρουσιάζονται συγχρόνως εκδικητές και συνεργάτες του κυβερνητικού κατεστημένου προκειμένου να αποτρέψουν τη ριζοσπαστικοποίηση της κοινωνίας.
Ο φασισμός της Χρυσής Αυγής πατάει σε αυτά τα γρανάζια του διάχυτου ελληνικού εθνικισμού που δεν επιτρέπει την απόκλιση από την υποκριτική στάση, την αποδέσμευση από οικογενειοκρατία-κομματοκρατία και τον αμοραλισμό των κοινωνικών σχέσεων που κινούνται μεταξύ «συμφέροντος και συναισθήματος». Ο βαθμός εθνικοφροσύνης και ο εθνικισμός χρησιμοποιούνται εργαλειακά από τους εθνοπατέρες και αυτό φαίνεται σε περιοχές με μειονοτικούς πληθυσμούς όπου αυτοί λειτουργούν ως μεσάζοντες (βλ. κοτζαμπάσηδες στη Μακεδονία, Τουρκοδίαιτοι στη Θράκη), ενώ στην παλιά Ελλάδα (βλ. Πελοπόννησος) το πολιτικό ανήκειν σε δεξιούς και αριστερούς, προδότες και δωσίλογους ακόμα καλά κρατεί.4
Δεν ισχυρίζομαι βεβαίως ότι υπάρχει απόλυτη αναλογία και ταύτιση των δύο φαινομένων, Χρυσή Αυγή και Αδελφοί Μουσουλμάνοι. Κάθε άλλο. Αυτό που λέω απεναντίας είναι ότι κατά περίπτωση οι μάζες που βρίσκονται εγκλωβισμένες στον μεσαίο χώρο της εθνοκαπιταλιστικής ανάπτυξης βαδίζουν στο νήμα της ίδιας ιστορίας, αναπτύσσουν και επενδύουν λόγω φόβου στα έσχατα καταφύγιά τους, δηλαδή στα ιδεολογήματα που θεωρούν, υποκριτικά, ότι συγκροτούν και ανασυντάσσουν τις ρευστές και επαπειλούμενες ταυτότητές τους. Αν στην Ελλάδα είναι ο ελληνικός εθνικισμός έτσι όπως καθιερώθηκε από τη συνθήκη της κρυπτοαποικιοκρατίας, στην Αίγυπτο λόγω αποικιοκρατίας και μετααποικιακών καταστάσεων η θωράκιση έγινε γύρω από μια απλούστευση και συμμόρφωση προς τη δυτική νεωτερικότητα και ουσιοκρατία την οποία με όρους εσωτερίκευσης του οριενταλισμού πρεσβεύει το Ισλάμ. Ένα Ισλάμ στα μέτρα και τα σταθμά του μοραλισμού της αστικής οικογένειας και της προτεσταντικής ηθικής που εξελίχτηκε με τη βία και την κατήχηση στην εκδοχή των ισλαμιστών τρομοκρατών (βλ. Αλ Κάιντα και εξτρεμιστές σαλαφιστές). Η χρήση βίας και ο κανονιστικός λόγος κατήχησης των τελευταίων τούς φέρνει πιο κοντά στο σημερινό μόρφωμα υποκρισίας και αμοραλισμού της Χρυσής Αυγής.
Το παράδειγμα των Αδελφών Μουσουλμάνων και η αντιπαραβολή με τη Χρυσή Αυγή
Το φετινό καλοκαίρι (2013) ταξίδεψα μέσα από μια διατριβή5 η οποία πιάνοντας τον αναγνώστη από το χέρι τον ξεναγούσε στα άγνωστα μονοπάτια της γέννησης και της εξέλιξης φονταμενταλιστικών κινημάτων, με αίτημα τον επαναπροσδιορισμό του Ισλάμ και την εργαλειοποίηση της θρησκείας σε περιοχές της Μέσης Ανατολής. Μια τέτοια περίπτωση ήταν οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι στον 20ό αιώνα. Η περίπτωση των τελευταίων με είχε στο παρελθόν απασχολήσει για τις ανάγκες της έρευνας και της διδασκαλίας στο Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών του ΠΑ.ΜΑΚ., αλλά επανήλθα στο ζήτημα εντατικά όταν μετά από σκέψεις άρχισα να συσχετίζω το ζήτημά τους με την άνοδο της Χρυσή Αυγής στην Ελλάδα. Η διατριβή αυτή επέτρεψε την τεκμηρίωση μιας υπόθεσης εργασίας την οποία δειλά είχα αρχίσει να διατυπώνω στο πλαίσιο των συζητήσεων που είχαμε ξεκινήσει στην ακτιβιστική συλλογικότητα του Κοινωνικού Εργαστηρίου Θεσσαλονίκης, ένα χρόνο πριν.
Διαβάζοντας τη διατριβή διαπιστώνει κανείς τα εξής: Πρώτα απ’ όλα ότι οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι που προέκυψαν ως αντίδραση στην αποικιοκρατία, γεννήθηκαν και αναπτύχθηκαν σε νέες πόλεις που είχαν οικοδομηθεί κοντά στο Σουέζ για την εξυπηρέτηση των εταιρειών ξένων συμφερόντων στην Αίγυπτο. Μια δεύτερη διαπίστωση, για την οποία ήξερα αποσπασματικά πράγματα, ήταν ότι οι ιδρυτές της και όσοι συμμετείχαν ενεργά προέρχονταν από τη δυναμική ανάπτυξη του χώρου των μεσαίων στρωμάτων που προσδοκούσαν την άνοδο και καθιέρωσή τους στην τάξη της Effendiya, δηλαδή των νέων μορφωμένων και των εμπόρων. Οι τελευταίοι μιμούνταν με αυτόν τον τρόπο τόσο το καθεστώς των πλούσιων γαιοκτημόνων πασάδων, ενώ εκπλήρωναν την προσδοκία εκδυτικισμού κατά τα πρότυπα της αγγλοκρατίας των sir. Μια τρίτη διαπίστωση, για την οποία δεν είχα ιδέα, ήταν ότι οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι ουδέποτε θέλησαν να κυβερνήσουν παρά μόνο να παρουσιάζονται τιμητές των κυβερνώντων και να αποσπούν από αυτούς την προνομιακή συμμετοχή στη διαχείριση της διακυβέρνησης. Τέλος, μια διαπίστωση με την αποδεδειγμένη τεκμηρίωση ότι για όλα αυτά χρησιμοποιήθηκαν τεχνολογίες κατά τα πρότυπα της δυτικής νεωτερικότητας, από το είδος και τον σκοπό της οργάνωσης κατά τα πρότυπα των ιεραποστολικών αποστολών, τις τελετουργίες ή τις πρακτικές φασιστικής έμπνευσης που γέννησε ο Μεσοπόλεμος και ο δυτικός μοντερνισμός που προωθούσε την ομαδική πειθαρχία, ως τεχνολογία εαυτού.
Η διάχυση των ιδεών και των πρακτικών των Αδελφών Μουσουλμάνων που δεν επιθυμούσαν ποτέ την επανίδρυση της κοινωνίας με όρους ισότητας αλλά την αυστηρότερη φορολόγηση των πλουσίων προς ανακούφιση των φτωχών, ήταν συνεπής και με τους όρους αγαστής συνεργασίας με την εξουσία στην επιβολή μοντέλων κυβερνητικότητας (βλ. συνεργασία στον τομέα του υπουργείου περίθαλψης) και τον μετασχηματισμό εντέλει της κοινωνίας υπό την ιδεοληψία της θρησκευτικότητας στη ζωή των Αιγυπτίων. Μια θρησκευτικότητα έτσι όπως την αντιλαμβανόταν αποσπασματικά και όχι σε βάθος ο ιδρυτής της Αλ Μπάανα που δεν ήταν θεολόγος αλλά δάσκαλος. Μια θρησκευτικότητα η οποία, ενώ εξόρκιζε τη σούφικη σχέση δασκάλου-μαθητή που επικρατούσε στην αιγυπτιακή ύπαιθρο, συγχρόνως τη μονοπωλούσε ως την κατεξοχήν συνθήκη της αδελφότητας για τη μοντέρνα διαχείριση της συλλογικότητας σε μια ανταγωνιστική σχέση με τους καθεστωτικούς ουλεμάδες-θεολόγους του Αλ Άζχαρ.
Με τούτα και μ’ εκείνα, οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι κεφαλαιοποίησαν την οριενταλιστική φαντασίωση της Δύσης περί Ισλάμ, συμμορφώνοντάς το στα μέτρα και τα σταθμά της δυτικής μεταφυσικής την οποία επισήμως, και άρα υποκριτικά, κατήγγελλαν, αλλά το κυριότερο προώθησαν τη λογική της «οικογένειας» στην οργάνωση της αδελφότητας. Με άλλα λόγια, οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι μετουσίωσαν το σύμπλεγμα της αποικιακής συνθήκης και μετααποικιακής κατάστασης υιοθετώντας διαχωριστική ρητορική μεταξύ του αιγυπτιακού λαού και των ξένων συμφερόντων, αρνούμενοι να καταγγείλουν την τοπική μεγαλοαστική τάξη και διατηρώντας δυσδιάκριτα και ελαστικά τα όρια συνεργασίας και σύγκρουσης με την τοπική εξουσία, τόσο στην προεπαναστατική περίοδο όσο και στη μετά Νάσερ εποχή. Το σημαντικότερο όμως όλων είναι το γεγονός ότι αυτή η οργάνωση ξεπήδησε και εξέφρασε τα μεσαία στρώματα που με μεγάλη ταχύτητα συνέρρεαν στις πόλεις μετά την εντατική φτωχοποίηση της υπαίθρου.
Η οργάνωση αυτή, η οποία κατηγορήθηκε στη συνέχεια από Δυτικούς ως η ιδρυτική βάση των ισλαμιστικών τρομοκρατικών οργανώσεων, στην ουσία καλλιεργούσε συστηματικά τη συμμόρφωση του μεσαίου χώρου στα νέα καπιταλιστικά δεδομένα, υπό το πνεύμα της αυστηρής υπαγωγής του σε μια νεωτερικότητα. Μια νεωτερικότητα αλά Ισλάμ που έκανε συστηματική χρήση της προτεσταντικής ηθικής και του μοραλισμού της αστικής οικογένειας απαξιώνοντας οποιαδήποτε μορφή αντίστασης ή σούφικου αναχωρητισμού απέναντι στην αυταρχική διακυβέρνηση.
Οι πρακτικές και δραστικές επεμβάσεις τους στον χώρο της υγείας και της εκπαίδευσης δεν μπορεί παρά να μας θυμίζουν τη σημερινή ρητορική και επέμβαση της Χρυσής Αυγής σε αντίστοιχους χώρους, η οποία ζητά κατ’ αναλογία με εκείνους όχι την αλλαγή του κοινωνικού συμβολαίου αλλά την εκ νέου συμμόρφωση της ελληνικής κοινωνίας στο σύγχρονο πολιτικοοικονομικό κατεστημένο μέσα από την επανίδρυση του ελληνικού εθνικισμού.
Η αίσθησή μου είναι ότι δεν μπορούμε πια να αρνούμαστε την οριενταλιστική και παραπλανητική ρητορική σύμφωνα με την οποία οι οργανώσεις αυτές κατηγορήθηκαν από τους αναλυτές της Δύσης κυρίως ως φονταμενταλιστικές και τρομοκρατικές προκειμένου να αποσιωπηθεί συστηματικά η άλλη πλευρά του έργου τους, δηλαδή η συμμόρφωση των μαζών στη δυτική φιλελεύθερη αντίληψη. Η αντίληψη αυτή που θέλει τα υποκείμενα υποταγμένα στην υπηρεσία της μεγιστοποίησης της παραγωγής και της κατανάλωσης, σήμερα μετασχηματίζει τη ρητορική περί τρομοκρατίας προωθώντας τη θεωρία των δύο άκρων, προκειμένου να εξισωθούν προπαγανδιστικά δύο αφορισμοί: να φύγει ο μπαμπούλας του φασισμού και να ματαιωθεί η προσδοκία για μια διακυβέρνηση αριστερής έμπνευσης.
Σε αντίθεση με την παραπάνω προκλητική προπαγάνδα και μέσα στη συνθήκη του νεοφιλελευθερισμού σήμερα που ανασύρει μνήμες αποικιοκρατικής διακυβέρνησης, ο εφιάλτης της τρομοκρατίας γεννιέται και προκύπτει μέσα από τον φόβο, τις προσδοκίες και τις ματαιώσεις των μεσαίων στρωμάτων τα οποία επιθυμούν να διατηρήσουν ή να ανακτήσουν τα προνόμια που τους στερούνται. Είναι ακριβώς η υπέρβαση αυτού του φόβου που μπορεί να μετατρέψει τη στάση υπαγωγής σε αίτημα ελευθερίας, ισότητας και αξιοπρέπειας,6 μακριά από κάθε υποκριτική και εργαλειακή χρήση της θρησκείας, του εθνικισμού ή όποιου άλλου καταφυγίου.
Ο αμοραλισμός της οικογενειοκρατίας στους κόλπους του «μεσαίου χώρου»
Θα κάνω χρήση αναστοχασμού και αυτοναναφορικότητας προκειμένου να ζωντανέψω το επιχείρημά μου: Όταν η Ελλάδα ζούσε με τους ρυθμούς του χρηματιστηρίου στην «εποχή του πλανήτη happy», κατά το χιούμορ του Ν. Μουτσινά, παρουσιαστή τηλεοπτικής λάιφ στάιλ εκπομπής, η δική μου ζωή ένιωθα ότι βιάζεται από την αισθητική, τον θόρυβο και την υποκρισία των πολλών του λεγόμενου μεσαίου χώρου. Αυτών που είχαν την προσδοκία να ανέλθουν οικονομικά και όσο αυξάνονταν τα οικονομικά κέρδη τους από το χρηματιστήριο και τη φοροδιαφυγή τόσο μεγεθύνονταν ο θόρυβος και η επιδειξιμανία τους. Η τρομοκρατία της επιβολής ενός νεοπλουτίστικου λάιφ στάιλ που συνοδευόταν από τις ελληνοκεντρικές παραδοχές του «ελληνάρα» –τις οποίες δεν τολμούσες να αμφισβητήσεις χωρίς να υποστείς πογκρόμ– ξεπερνούσε και το πιο ευφάνταστο σενάριο, και περιόριζε την ελευθερία κάθε κριτικά σκεπτόμενου υποκειμένου που θεωρούσε ότι η διαφύλαξη των κοινών και των δημόσιων αγαθών μας αφορά όλους, οπότε η διαχείρισή τους θα πρέπει να διέπεται από τις αρχές της διαφάνειας και της αξιοκρατίας και όχι από τη διαπλοκή, τις πελατειακές σχέσεις και τη διαφθορά προς όφελος ατομικών και κλαδικών συμφερόντων.
Αν εκείνη την εποχή που ζούσαμε στον πλανήτη happy ο θόρυβος, η επιδεικτική κατανάλωση και ο εθνικισμός των νεόπλουτων μεσαίων στρωμάτων δεν άφηνε πολλά περιθώρια για την ανάπτυξη μιας άλλης αισθητικής ζωής, σήμερα ο διάχυτος φόβος όλων αυτών που παρακολουθούν παθητικά από τους δέκτες τους την επισφαλοποίηση της ζωής τους (επισφάλεια στην εργασία, την περίθαλψη, την εκπαίδευση και τη ζωή), επιτρέπει τον εκφασισμό της κοινωνίας στο σχήμα της βίας και τρομοκρατίας της Χρυσής Αυγής. Οι χρυσαυγίτες, οι οποίοι παρουσιάζονται τιμητές της προηγούμενης κατάστασης, στην ουσία δεν επιθυμούν με τίποτα την ανατροπή του κοινωνικού συμβολαίου κυβερνώντων-κυβερνωμένων, αλλά προβάλλονται ως ρυθμιστές μιας κοινωνικής επανίδρυσης καταγγέλλοντας τα ξένα συμφέροντα και κάνοντας πογκρόμ στους μετανάστες και σε όποιον αποκλίνει από το φαντασιακό της ελληνικότητας και της οικογενειακής κανονικότητας. Η επανίδρυση που φαντασιώνονται φιλοδοξεί να επανεγγράψει με ακραίους εθνικιστικούς όρους –έτσι όπως καρναβαλιστικά τον αντιλαμβάνεται ο αρχηγός τους– το συμβόλαιο των κυβερνώντων με την κοινωνία και όχι βέβαια να αναδιανείμει οικονομικούς πόρους και κοινωνική δικαιοσύνη.
Όλα αυτά οδηγούν στην άνοδο και καθιέρωση της Χρυσής Αυγής ως τρίτης πολιτικής δύναμης στο ελληνικό πολιτικό σκηνικό. Η Χ.Α. φαίνεται να μεταφράζει και να μετουσιώνει το σύμπλεγμα φόβου και προσδοκίας του μεσαίου χώρου, ο οποίος προκειμένου να μη χάσει τα προνόμιά του εγκλωβίζεται σε μια παρόμοια ρητορική. Τα χαμένα προνόμια που μετουσιώνονται στο ιδεολόγημα του ελληνικού εθνικισμού, πατούν σε τεχνολογίες διαχείρισης εαυτού και ταυτοτήτων που διέπονταν από τις αρχές του αμοραλισμού της οικογενειοκρατίας και όχι από την αλληλεγγύη του κοινοτισμού.
Αυτός ο αμοραλισμός της οικογενειοκρατίας, ως επικρατούσα μορφή επιβίωσης και αρχή πολιτειότητας που κινητοποιεί τις μάζες από τα μεσαία στρώματα στην κατεύθυνση της περιχαράκωσης των κεκτημένων και της ελάχιστης δυνατής απώλειας των ιδιωτικώς ή κλαδικώς, κομματικώς ή γενικώς οικογενειακά κατεχομένων προνομίων και αγαθών, καθιστά δύσκολο το να αναπτυχθούν ή να χάνονται διαπαντός οι μορφές αλληλεγγύης και μοιράσματος στη διαχείριση των κοινών αγαθών, ως προτεραιότητα κοινωνικοποίησης και τεχνολογία εαυτού.
Το βλέπουμε πεντακάθαρα τα τελευταία τρία χρόνια: η όποια εξέγερση ή διαμαρτυρία για τα δυσβάσταχτα μέτρα λιτότητας, περικοπών και χαρατσιών που φέρει την επισφαλοποίηση της ζωής μας παραμένει χωρίς αντίκρισμα εφόσον δεν κεφαλαιοποιείται κομματικά, ενώ η προσδοκία ριζοσπαστικοποίησης της κοινωνίας έχει κολλήσει στο μέγιστο του 33% με τις διάφορες τάσεις της Αριστεράς να μη συμφωνούν για το είδος της διακυβέρνησης που θα μπορούσε να ακολουθήσει αν αυτές οι δυνάμεις κέρδιζαν τις εκλογές κάποια στιγμή.
Η τρομοκρατία της Χ.Α. μετουσιώνει στον δημόσιο χώρο την κρυφή επιθυμία του μεσαίου χώρου να συνεχίσει τις παλιές συνήθειές του. Με άκρατο κυνισμό και χωρίς την παραμικρή αίσθηση αυτοκριτικής και άρα χιούμορ, αυτοί οι άνθρωποι του μεσαίου χώρου επιθυμούν να χρησιμοποιούν τον αμοραλισμό της οικογενειοκρατίας όπως πριν έτσι και κατά την κρίση (το βλέπουμε συνεχώς γύρω μας από τον τρόπο που κερδοσκοπούν οι επιχειρηματίες μη ρίχνοντας τις τιμές, οι φοροφυγάδες και όσοι περιμένουν να εκμεταλλευτούν την κατάσταση προς όφελός τους, αλλά και τη σύγκρουση μεταξύ εργαζομένων στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, την υπεράσπιση των κλαδικών συμφερόντων κ.ά.). Υπ’ αυτούς τους όρους, η όποια συζήτηση για αλλαγή πολιτικού σκηνικού και οραματισμό παραγωγικού μοντέλου θα πρέπει να λαμβάνει συστηματικά υπόψη αυτή την τεχνολογία διαχείρισης, η οποία στην έξαρση της ελληνικής κρίσης γεννά και τροφοδοτεί συνολικά την εθνικοφασιστική εκφορά της Χρυσής Αυγής.
Αυτή η συνθήκη προφανώς παράγει στερεότυπα που γίνονται εύκολα διαχειρίσιμα στη δημιουργία εντυπώσεων του προπαγανδιστικού καθεστωτικού λόγου με στόχο να δημιουργηθεί αφενός συνενοχή (βλ. «Μαζί τα φάγαμε») και αφετέρου διχαστικό και εμφυλιοπολεμικό κλίμα στη λογική του φόβου των δύο άκρων.
Μια αφοπλιστική απάντηση που αποδομεί την παραπάνω φενάκη έρχεται από την Αίγυπτο, την πλατεία Ταχρίρ, την άνοδο και τη γρήγορη πτώση των Αδελφών Μουσουλμάνων: Όσο εύκολα η μεγάλη μάζα των Αιγυπτίων πίστεψε σε αυτούς για ανατροπή του καθεστώτος Μουμπάρακ, το ίδιο υπομονετικά δοκιμάζει σήμερα τους στρατηγούς μια και οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι, όπως φάνηκε, δεν μπορούσαν να κυβερνήσουν αλλά μόνο να παρουσιάζονται ως τιμητές και ρυθμιστές της εξουσίας.
Όμως στην Αίγυπτο το τέλος της μετααποικιακής συνθήκης7 έχει ήδη σημάνει με τη δεδηλωμένη παραδοχή και τη συνεχή έξοδο και επάνοδο του πλήθους στην πλατεία Ταχρίρ. Μια και το μοντέλο φιλανθρωπίας των Αδελφών Μουσουλμάνων δεν έχει να δώσει διέξοδο, αν και οι στρατηγοί δεν πετύχουν, όπως μου μεταφέρει φίλος Αιγύπτιος που ζει στην Ελλάδα τις απόψεις φίλων και συγγενών του, «υπάρχει πάντα η πλατεία!». Και εκεί πραγματικά γίνεται μάχη να διατηρηθεί ανοιχτή η προσδοκία μιας κοινωνίας αλληλεγγύης παρ’ όλες τις χυδαίες επιθέσεις και επιστροφές των συντηρητικών και εξτρεμιστικών θέσεων που ξεκινούν από τις ιδεοληψίες της θρησκευτικότητας (βλ. βιασμούς των γυναικών που βγαίνουν στην πλατεία από ακραίους σαλαφιστές και την απάντηση των διαδηλωτών με ανάπτυξη ομάδων και μηχανισμών υποστήριξης και προστασίας των θυμάτων).
Η ρευστότητα μετακίνησης των μαζών του
μεσαίου χώρου συνιστά συγχρόνως την αδυναμία και το συγκριτικό του
πλεονέκτημα για να φέρει ανατροπές. Στην Ελλάδα τίποτε από αυτά δεν
πρόκειται να συμβεί εφόσον οι πολλοί είμαστε εγκλωβισμένοι στο
ιδεολόγημα αυτών που αρνούνται την κρυπτοαποικιακή συνθήκη και τα
συνεπακόλουθα της διαχείρισής της, δηλαδή τη συνέχεια στην πεπατημένη
του αμοραλισμού της οικογενειοκρατίας, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η
κομματοκρατία και τα κλαδικά συμφέροντα σε όλους τους ιδεολογικούς
χώρους. Με άλλα λόγια, δεν πρόκειται να αιτηθούμε το δικαίωμα στην
κοινωνική αξιοπρέπεια8 εάν δεν υπάρξει το τέλος στη βούληση
των πολλών να συνεχίσουν να ζουν αναξιοπρεπώς σε βάρος των άλλων. Και
για να μη μακρηγορώ, «όλα τ’ άλλα λόγια είναι (κυριολεκτικά πια)
φτώχεια!»
ΧΡΟΝΟΣ 05 (09.2013) | http://www.chronosmag.eu/index.php/fspe.html |
Τρίτη 9 Ιουλίου 2013
Η Ρίκα Μπενβενίστε για τη ναζιστική ιδεολογία
Η τοποθέτηση της ιστορικού Ρίκα Μπενβενίστε, η οποία ανέπτυξε τη φύση της ναζιστικής ιδεολογίας και κατέληξε στο Ολοκαύτωμα. Η συζήτηση διοργανώθηκε από την Κίνηση "Απελάστε το Ρατσισμό" στα πλαίσια του 16ου Αντιρατσιστικού Φεστιβάλ στη Θεσσαλονίκη.
Κυριακή 19 Μαΐου 2013
Σάββατο 2 Μαρτίου 2013
Η απορρύθμιση ως αιτία ανάδυσης ενός εν δυνάμει αυτόνομου ακαδημαϊκού συνδικαλιστικού κινήματος*
*Της Αιμιλίας Βουλβούλη
Αναδημοσίευση από το RedNotebook
http://www.rednotebook.gr/details.php?id=8873#.
Αναδημοσίευση από το RedNotebook
http://www.rednotebook.gr/details.php?id=8873#.
Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2013
Η ταξικότητα της «περιβαλλοντικής προστασίας»: Με αφορμή τα γεγονότα στις Σκουριές*
*Της Αιμιλίας Βουλβούλη
Αναδημοσίευση από το RedNotebook
http://www.rednotebook.gr/details.php?id=8785
Αναδημοσίευση από το RedNotebook
http://www.rednotebook.gr/details.php?id=8785
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)