του Τζόρτζιο Αγκάμπεν[1]
1. Το 1943, σε ένα μικρό εβραϊκό περιοδικό, το The Menorah Journal, η Χάννα Άρεντ δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο «Εμείς oι πρόσφυγες». Σε αυτό το σύντομο αλλά σημαντικό δοκίμιο, η Άρεντ, αφού σκιαγραφήσει κατά πολεμικό τρόπο ένα πορτρέτο του κ. Cohn, του αφομοιωμένου Εβραίου που είχε γίνει 150 τοις εκατό Γερμανός, 150 τοις εκατό Βιεννέζος και 150 τοις εκατό Γάλλος, αλλά τελικά διαπιστώνει με πίκρα ότι «on ne parvient pas deux fois»*, αντιστρέφει τη κατάσταση του πρόσφυγα και του προσώπου χωρίς χώρα –στην οποία η ίδια ζούσε- και προτείνει την κατάσταση αυτή ως υπόδειγμα [paradigm] μιας νέας ιστορικής συνείδησης. Ο πρόσφυγας που έχει χάσει όλα τα δικαιώματα, κι ωστόσο παύει να θέλει να αφομοιωθεί πάση θυσία σε μια νέα εθνική ταυτότητα προκειμένου να στοχαστεί με διαύγεια την κατάστασή του, γίνεται λιγότερο δημοφιλής, αλλά ως αντάλλαγμα λαμβάνει ένα ανεκτίμητο πλεονέκτημα: «Γι’ αυτόν, η ιστορία δεν είναι πλέον ένα κλειστό βιβλίο, και η πολιτική παύει να είναι το προνόμιο των εθνικών. Ξέρει ότι, αμέσως μετά την εξορία του εβραϊκού λαού στην Ευρώπη, ακολούθησε η εξορία των περισσότερων ευρωπαϊκών λαών. Οι πρόσφυγες που απελαύνονται από τη μια χώρα στην επόμενη εκπροσωπούν την πρωτοπορία του λαού τους».
Αξίζει να στοχαστούμε πάνω στο νόημα αυτής της ανάλυσης, η οποία σήμερα, πενήντα ακριβώς χρόνια αργότερα, δεν έχει χάσει καθόλου την επικαιρότητά της. Όχι μόνο το πρόβλημα προκύπτει εξίσου επιτακτικά, τόσο στην Ευρώπη όσο και αλλού, αλλά και, στα πλαίσια της αδυσώπητης παρακμής του έθνους-κράτους και της γενικής διάβρωσης των παραδοσιακών νομικο-πολιτικών κατηγοριών, ο πρόσφυγας είναι ίσως η μόνη φιγούρα του λαού που μπορούμε να φανταστούμε στις μέρες μας. Τουλάχιστο μέχρι να τερματιστεί η διαδικασία διάλυσης του έθνους-κράτους και της κυριαρχίας του, ο πρόσφυγας είναι η μόνη κατηγορία στην οποία είναι δυνατό σήμερα να διαβλέψουμε τις μορφές και τα όρια μιας πολιτικής κοινότητας που θα έρθει. Μάλιστα, αν θέλουμε να σταθούμε στο ύψος των απολύτως νέων καθηκόντων που τίθενται μπροστά μας, ίσως να πρέπει να εγκαταλείψουμε χωρίς δισταγμούς τις βασικές έννοιες με τις οποίες έχουμε αναπαραστήσει τα πολιτικά υποκείμενα μέχρι τώρα (ο άνθρωπος και ο πολίτης με τα δικαιώματά τους, αλλά και ο κυρίαρχος λαός, οι εργαζόμενοι κ.λπ.) και να ανακατασκευάσουμε την πολιτική μας φιλοσοφία αρχίζοντας από αυτή τη μοναδική φιγούρα.
2. Η πρώτη εμφάνιση προσφύγων ως μαζικό φαινόμενο προέκυψε κατά το τέλος του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, όταν η κατάρρευση της ρωσικής, της αυστροουγγρικής και της οθωμανικής αυτοκρατορίας, και η νέα τάξη που δημιούργησαν οι συνθήκες ειρήνης, αναστάτωσε βαθιά τη δημογραφική και εδαφική δομή της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, ενάμισι εκατομμύριο Λευκορώσοι, επτακόσιες χιλιάδες Αρμένιοι, πεντακόσιες χιλιάδες Βούλγαροι, ένα εκατομμύριο Έλληνες και εκατοντάδες χιλιάδες Γερμανοί, Ούγγροι και Ρουμάνοι άφησαν τις χώρες τους και μετακινήθηκαν αλλού. Σε αυτές τις μάζες εν κινήσει πρέπει να προσθέσουμε την εκρηκτική κατάσταση που προέκυψε από το γεγονός ότι, στα νέα κράτη που δημιουργήθηκαν με τις συνθήκες ειρήνης πάνω στο μοντέλο του έθνους-κράτους (για παράδειγμα, στη Γιουγκοσλαβία και την Τσεχοσλοβακία), περίπου 30 τοις εκατό των πληθυσμών περιλάμβαναν μειονότητες που έπρεπε να προστατευθούν μέσω μιας σειράς διεθνών συνθηκών (τις λεγόμενες συνθήκες περί μειονοτήτων), οι οποίες πολύ συχνά παρέμειναν νεκρό γράμμα. Μερικά χρόνια αργότερα, οι φυλετικοί νόμοι στη Γερμανία και ο εμφύλιος πόλεμος στην Ισπανία διέσπειραν ένα νέο και ογκώδες κύμα προσφύγων σε όλη την Ευρώπη.
Συνηθίζουμε να διακρίνουμε μεταξύ απάτριδων και προσφύγων, αλλά η διάκριση αυτή, τώρα όπως και τότε, δεν είναι τόσο απλή όσο μπορεί να φαίνεται με την πρώτη ματιά. Από την αρχή, πολλοί πρόσφυγες που από τεχνική άποψη δεν ήταν απάτριδες, προτίμησαν να γίνουν παρά να επιστρέψουν στην πατρίδα τους (αυτό συνέβη με τους Πολωνούς και Ρουμάνους Εβραίους που βρέθηκαν στη Γαλλία ή τη Γερμανία στο τέλος του πολέμου, ή σήμερα με τα θύματα πολιτικών διώξεων, καθώς και με εκείνους για τους οποίους η επιστροφή στην πατρίδα θα σήμαινε αδυναμία επιβίωσης). Από την άλλη, οι Ρώσοι, Αρμένιοι και Ούγγροι πρόσφυγες αμέσως στερήθηκαν την υπηκοότητα από τις νέες κυβερνήσεις της Σοβιετικής Ένωσης ή της Τουρκίας, κ.λπ. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι, αρχίζοντας από την περίοδο του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, πολλά ευρωπαϊκά κράτη άρχισαν να ψηφίζουν νόμους που επέτρεπαν την απο-πολιτογράφηση και τη στέρηση ιθαγένειας από τους πολίτες τους. Το πρώτο ήταν η Γαλλία, το 1915, όσον αφορά τους πολιτογραφημένους πολίτες «εχθρικής» καταγωγής· το 1922 το παράδειγμα αυτό το ακολούθησε το Βέλγιο, το οποίο ανακάλεσε την πολιτογράφηση ανθρώπων που είχαν προβεί σε «αντεθνικές» ενέργειες κατά τη διάρκεια του πολέμου· το 1926 το φασιστικό καθεστώς στην Ιταλία πέρασε έναν παρόμοιο νόμο σχετικά με τους πολίτες που είχαν αποδειχθεί «ανάξιοι της ιταλικής υπηκοότητας»· το 1933 ήταν σειρά της Αυστρίας, και ούτω καθεξής, μέχρι το 1935 που οι νόμοι της Νυρεμβέργης διαίρεσαν τους Γερμανούς πολίτες σε πλήρεις πολίτες και σε πολίτες χωρίς πολιτικά δικαιώματα. Οι νόμοι αυτοί –και οι μάζες απάτριδων που δημιούργησαν- συνιστούν μια αποφασιστική καμπή στη ζωή του νεωτερικού έθνους-κράτους και την οριστική του χειραφέτηση από τις αφελείς έννοιες του «λαού» και του «πολίτη».
Δεν είναι εδώ η κατάλληλη θέση για μια επισκόπηση τη ιστορίας των διάφορων διεθνών επιτροπών μέσω των οποίων τα κράτη, η Kοινωνία των Εθνών και, πιο πρόσφατα, τα Ηνωμένα Έθνη προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα των προσφύγων –από το γραφείο Nansen για τους Ρώσους και τους Αρμένιους πρόσφυγες (1921) μέχρι την Ύπατη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες από τη Γερμανία (1936), τη Διακυβερνητική Επιτροπή για τους Πρόσφυγες (1938) και το Διεθνή Οργανισμό Προσφύγων των Ηνωμένων Εθνών (1946), μέχρι την τωρινή Ύπατη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες (1951)- των οποίων η δραστηριότητα, σύμφωνα με το καταστατικό τους, έχει μόνο «ανθρωπιστικό και κοινωνικό», όχι πολιτικό, χαρακτήρα. Το βασικό σημείο είναι ότι κάθε φορά που οι πρόσφυγες δεν αποτελούν πλέον μεμονωμένες περιπτώσεις, αλλά μαζικό φαινόμενο (όπως συνέβη το μεσοπόλεμο, και όπως συμβαίνει πάλι τώρα), τόσο αυτές οι οργανώσεις όσο και τα μεμονωμένα κράτη, παρά τις επίσημες επικλήσεις των αναφαίρετων δικαιωμάτων του ανθρώπου, έχουν αποδειχθεί απολύτως ανίκανες όχι μόνο να επιλύσουν το πρόβλημα αλλά έστω και να το αντιμετωπίσουν στοιχειωδώς. Κατ' αυτό τον τρόπο, το σύνολο του ζητήματος μεταφέρθηκε στα χέρια της αστυνομίας και των ανθρωπιστικών οργανώσεων.
3. Οι λόγοι αυτής της ανικανότητας δεν έγκεινται απλώς στον εγωισμό και την τύφλωση των γραφειοκρατικών μηχανισμών, αλλά στις ίδιες τις βασικές έννοιες που ρυθμίζουν την εγγραφή τού ιθαγενούς στοιχείου (δηλαδή της ζωής) στην έννομη τάξη του έθνους-κράτους. Η Χάννα Άρεντ τιτλοφόρησε το κεφάλαιο 5 του βιβλίου της Ιμπεριαλισμός, που είναι αφιερωμένο στο πρόβλημα των προσφύγων, «Η παρακμή του έθνους-κράτους και το τέλος των δικαιωμάτων του ανθρώπου». Τη διατύπωση αυτή –που συνδέει αναπόσπαστα τη μοίρα των δικαιωμάτων του ανθρώπου με εκείνη του σύγχρονου εθνικού κράτους, έτσι ώστε το τέλος του τελευταίου να συνεπάγεται απαραίτητα την έκπτωση των πρώτων- πρέπει να την πάρουμε σοβαρά. Το παράδοξο εδώ είναι ότι ακριβώς η φιγούρα που θα έπρεπε κατ' εξοχήν να ενσαρκώνει τα δικαιώματα του ανθρώπου, ο πρόσφυγας, συνιστά αντίθετα τη ριζική κρίση αυτής της έννοιας. «Η έννοια των δικαιωμάτων του ανθρώπου», γράφει η Άρεντ, «βασισμένη στην υποτιθέμενη ύπαρξη κάποιου ανθρώπινου όντος καθαυτού, κατέρρευσε σε κομμάτια μόλις εκείνοι που την διακήρυσσαν βρέθηκαν για πρώτη φορά αντιμέτωποι με ανθρώπους που είχαν πραγματικά χάσει κάθε άλλη συγκεκριμένη ιδιότητα και δεσμό εκτός από το απλό γεγονός ότι ήταν άνθρωποι». Στο σύστημα των εθνών-κρατών, τα λεγόμενα ιερά και αναφαίρετα δικαιώματα του ανθρώπου αποδεικνύονται τελείως απροστάτευτα ακριβώς τη στιγμή που δεν είναι πλέον δυνατό να χαρακτηριστούν ως δικαιώματα των πολιτών κάποιου κράτους. Αν το καλοσκεφτούμε, αυτό το υπονοεί ήδη η αμφισημία του ίδιου του τίτλου της Διακήρυξης του 1789, Declaration des droits de I'homme et du citoyen, στον οποίο είναι ασαφές εάν οι δύο όροι ονομάζουν δύο πραγματικότητες, ή εάν αντιθέτως αποτελούν ένα σχήμα «εν δια δυοίν», όπου ο δεύτερος όρος στην πραγματικότητα περιέχεται ήδη στον πρώτο.
Το ότι δεν υπάρχει κανένας αυτόνομος χώρος μέσα στην πολιτική τάξη του έθνους-κράτους για κάτι σαν τον καθαρό άνθρωπο καθαυτόν είναι εμφανές τουλάχιστον από το γεγονός ότι, ακόμη και στην καλύτερη των περιπτώσεων, η θέση του πρόσφυγα θεωρείται πάντα μια προσωρινή κατάσταση που πρέπει να οδηγήσει είτε στην πολιτογράφηση είτε στον επαναπατρισμό. Ένα μόνιμο καθεστώς «ανθρώπου καθαυτόν» είναι αδιανόητο για το δίκαιο του έθνους-κράτους.
4. Είναι καιρός να πάψουμε να βλέπουμε τις Διακηρύξεις Δικαιωμάτων από το 1789 μέχρι σήμερα σαν να ήταν εξαγγελίες αιώνιων, μεταδικαιικών αξιών που δεσμεύουν τους νομοθέτες να τις τηρούν, και να τις αντιμετωπίσουμε ανάλογα με την πραγματική λειτουργία τους στο σύγχρονο κράτος. Στην ουσία, τα δικαιώματα του ανθρώπου εκπροσωπούν πάνω απ’ όλα την πρωταρχική μορφή εγγραφής της γυμνής φυσικής ζωής στη νομικο-πολιτική τάξη του έθνους-κράτους. Αυτή η γυμνή ζωή (το ανθρώπινο πλάσμα) η οποία στο ancien regime ανήκε στο Θεό, στον δε κλασικό κόσμο ήταν σαφώς διακριτή (ως ζωή*) από την πολιτική ζωή (βίος*), καταλαμβάνει τώρα την κεντρική σκηνή στις μέριμνες του κράτους και γίνεται, ούτως ειπείν, το επίγειο θεμέλιό του. Το έθνος-κράτος σημαίνει ένα κράτος που καθιστά τη γέννηση, τον τοκετό (δηλαδή τη γυμνή ανθρώπινη ζωή) θεμέλιο της κυριαρχίας του. Αυτό είναι το (αρκετά σαφές εξάλλου) νόημα των πρώτων τριών άρθρων της Δήλωσης του 1789: μόνο επειδή ενέγραψε το στοιχείο της ιθαγένειας στον πυρήνα οποιασδήποτε πολιτικής ένωσης (άρθρα 1 και 2) ήταν σε θέση η Δήλωση αυτή να προσδέσει σταθερά (στο άρθρο 3) την αρχή της κυριαρχίας στο έθνος (κατά το έτυμόν της, αρχικά η natio σήμαινε απλώς «γέννηση»). Το πλάσμα [fiction] που υπονοείται εδώ είναι ότι η γέννηση γίνεται αμέσως έθνος, έτσι ώστε δεν μπορεί να υπάρξει διάκριση μεταξύ των δύο στιγμών. Τα δικαιώματα, δηλαδή, αποδίδονται στον άνθρωπο μόνο στο βαθμό που είναι η αμέσως εξαφανιζόμενη προϋπόθεση του πολίτη (ο οποίος μάλιστα δεν πρέπει ποτέ να εμφανιστεί απλώς ως άνθρωπος).
5. Εάν στο σύστημα του έθνους-κράτους ο πρόσφυγας συνιστά ένα τόσο ανησυχητικό στοιχείο, αυτό συμβαίνει πάνω απ’ όλα επειδή, σπάζοντας την ταυτότητα μεταξύ ανθρώπου και πολίτη, μεταξύ γέννησης και εθνικότητας, ο πρόσφυγας βυθίζει σε κρίση την πρωταρχική μυθοπλασία της κυριαρχίας. Φυσικά, μεμονωμένες εξαιρέσεις στην αρχή αυτή πάντοτε υπήρξαν· η καινοτομία της εποχής μας, που απειλεί τα ίδια τα θεμέλια του έθνους-κράτους, είναι ότι όλο και περισσότερα τμήματα της ανθρωπότητας δεν μπορούν πλέον να εκπροσωπηθούν μέσα σε αυτή. Γι’ αυτό –επειδή δηλαδή ο πρόσφυγας αποδιαρθρώνει την παλαιά τριάδα κράτος/έθνος/έδαφος- αυτή η φαινομενικά οριακή φιγούρα αξίζει να θεωρηθεί μάλλον ως κεντρική φιγούρα της πολιτικής μας ιστορίας. Θα ήταν καλό να μην ξεχνάμε ότι τα πρώτα στρατόπεδα στην Ευρώπη χτίστηκαν ως χώροι για τον έλεγχο των προσφύγων, και ότι η χρονική διαδοχή –στρατόπεδα εγκλεισμού, στρατόπεδα συγκέντρωσης, στρατόπεδα εξόντωσης- εκπροσωπεί μια απολύτως πραγματική σχέση καταγωγής. Ένας από τους λίγους κανόνες που οι Ναζί τήρησαν πιστά κατά τη διάρκεια της «τελικής λύσης» ήταν ότι μόνο αφού οι Εβραίοι και οι τσιγγάνοι είχαν χάσει κάθε ιθαγένεια (ακόμη και εκείνη την δεύτερης κατηγορίας ιθαγένεια που διέθεταν μετά τους νόμους της Νυρεμβέργης) μπορούσαν να σταλούν στα στρατόπεδα εξόντωσης. Όταν τα δικαιώματα του ανθρώπου δεν είναι πλέον δικαιώματα του πολίτη, τότε αυτός είναι στ’ αλήθεια ιερός, με την έννοια που είχε ο όρος αυτός στο αρχαϊκό ρωμαϊκό δίκαιο: προορισμένος να πεθάνει.
6. Είναι ανάγκη να διαχωρίσουμε αποφασιστικά την έννοια του πρόσφυγα από αυτή των «δικαιωμάτων του ανθρώπου», και να πάψουμε να θεωρούμε το δικαίωμα του ασύλου (που ούτως ή άλλως περιορίζεται δραστικά στη νομοθεσία των ευρωπαϊκών κρατών) ως την εννοιολογική κατηγορία πάνω στην οποία θα πρέπει να εντυπωθεί το φαινόμενο (μια ματιά στο πρόσφατο Test sul diritto d'asilo της Α. Heller δείχνει ότι σήμερα αυτό μπορεί μόνο να οδηγήσει σε μια αποκρουστική σύγχυση). Ο πρόσφυγας πρέπει να θεωρηθεί ως αυτό που είναι, δηλαδή τίποτα λιγότερο από μια οριακή έννοια που θέτει υπό ριζική διερώτηση τις αρχές του έθνους-κράτους και, ταυτόχρονα, μας βοηθά να καθαρίσουμε το έδαφος για μια ανανέωση των κατηγοριών μας, την οποία δεν μπορούμε να αναβάλλουμε άλλο. Στο μεταξύ, το φαινόμενο της λεγόμενης παράνομης μετανάστευσης στις χώρες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας έχει προσλάβει (και θα προσλαμβάνει όλο και περισσότερο τα επόμενα χρόνια, αφού αναμένονται 20 εκατομμύρια μετανάστες από τις χώρες της κεντρικής Ευρώπης) χαρακτηριστικά και διαστάσεις που να δικαιολογούν πλήρως αυτή την επανάσταση στην οπτική. Αυτό με το οποίο βρίσκονται αντιμέτωπα σήμερα τα βιομηχανοποιημένα κράτη είναι μια μάζα μη πολιτών που διαμένουν μόνιμα, και που ούτε μπορούν, ούτε θέλουν να πολιτογραφηθούν ή να επαναπατριστούν. Συχνά αυτοί οι μη πολίτες έχουν μια υπηκοότητα προέλευσης, αλλά, αφού προτιμούν να μην χρησιμοποιήσουν την προστασία του κράτους τους, είναι, όπως και οι πρόσφυγες, «απάτριδες de facto». Για αυτούς τους μη πολίτες και μόνιμους κατοίκους, ο Τ. Hammar δημιούργησε το νεολογισμό denizens, ο οποίος έχει το προσόν να δείχνει ότι η έννοια του πολίτη δεν είναι πλέον επαρκής για να περιγράψει την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα των σύγχρονων κρατών. Από την άλλη, οι πολίτες των προηγμένων βιομηχανικά κρατών (τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και στην Ευρώπη), με την αυξανόμενη λιποταξία τους από τις κωδικοποιημένες στιγμές πολιτικής συμμετοχής, εκδηλώνουν μια εμφανή τάση να μετασχηματιστούν σε denizens. Με βάση τη γνωστή αρχή ότι ουσιαστική αφομοίωση με την ταυτόχρονη παρουσία τυπικών διαφορών εντείνει την έχθρα και την έλλειψη ανοχής, οι ξενόφοβες αντιδράσεις και οι αμυντικές κινητοποιήσεις θα αυξηθούν.
7. Προτού ανοίξουν πάλι τα στρατόπεδα εξόντωσης στην Ευρώπη (κάτι που αρχίζει ήδη να συμβαίνει), τα έθνη-κράτη πρέπει να βρουν το θάρρος να θέσουν υπό διερώτηση την ίδια την αρχή της εγγραφής της γέννησης –και την τριάδα κράτος/έθνος/έδαφος που βασίζεται σε αυτήν. Είναι αρκετό εδώ να προτείνουμε μία δυνατή κατεύθυνση. Όπως είναι γνωστό, μια από τις επιλογές που εξετάζονται για το πρόβλημα της Ιερουσαλήμ είναι να γίνει η πρωτεύουσα, ταυτόχρονα και χωρίς εδαφικές διαιρέσεις, δύο διαφορετικών κρατών. Η παράδοξη κατάσταση της αμοιβαίας εξωεδαφικότητας* (ή, καλύτερα, α-εδαφικότητας) που αυτό θα συνεπαγόταν, θα μπορούσε να γενικευτεί ως πρότυπο νέων διεθνών σχέσεων. Αντί για δύο εθνικά κράτη που τα χωρίζουν αβέβαια και απειλητικά σύνορα, θα μπορούσαμε να φανταστούμε δύο πολιτικές κοινότητες που κατοικούν στην ίδια περιοχή και βρίσκονται σε κατάσταση εξόδου η μια προς την άλλη, που χωρίζονται η μια από την άλλη με μια σειρά αμοιβαίων ετεροδικιών, στην οποία η καθοδηγητική έννοια δεν θα ήταν πλέον το ius του πολίτη, αλλά μάλλον το refugium του ανθρώπου. Υπό παρόμοια έννοια, θα μπορούσαμε να δούμε την Ευρώπη όχι ως μια αδύνατη «Ευρώπη των εθνών», τα καταστροφικά αποτελέσματα της οποίας μπορούν ήδη να γίνουν αντιληπτά βραχυπρόθεσμα, αλλά ως έναν α-εδαφικό ή εξωεδαφικό χώρο στον οποίο όλοι οι κάτοικοι των ευρωπαϊκών κρατών (πολίτες και μη πολίτες) θα ήταν σε μια θέση εξόδου ή καταφυγίου, και το καθεστώς του Ευρωπαίου θα σήμαινε ότι οι πολίτες τελούν εν εξόδω (ακόμη και αν μένουν ακίνητοι, προφανώς). Ο ευρωπαϊκός χώρος θα αναπαριστούσε έτσι ένα αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ της γέννησης και του έθνους, στο οποίο η παλαιά έννοια του λαού (που, όπως καλά ξέρουμε, είναι πάντα μια μειονότητα) θα μπορούσε να αποκτήσει ξανά ένα πολιτικό νόημα ερχόμενη σε αποφασιστική αντίθεση προς την έννοια του έθνους (η οποία μέχρι τώρα την έχει αθέμιτα σφετεριστεί).
Αυτός ο χώρος δεν θα συνέπιπτε με κάποιο ομοιογενές εθνικό έδαφος, ούτε με το τοπογραφικό άθροισμα κάποιων εδαφών, αλλά θα επενεργούσε σε αυτά τα εδάφη, ανοίγοντας τρύπες σε αυτά και διαιρώντας τα τοπολογικά όπως σε ένα βάζο του Λέιντεν ή σε μια λωρίδα του Mαίμπιους, όπου το εξωτερικό και το εσωτερικό είναι απροσδιόριστα. Σε αυτόν το νέο χώρο, οι ευρωπαϊκές πόλεις, εισερχόμενες σε μια σχέση αμοιβαίας εξωεδαφικότητας, θα ανακάλυπταν πάλι την αρχαία κλίση τους ως πόλεις του κόσμου. Σήμερα, σε μία «γη του κανενός» μεταξύ Λιβάνου και Ισραήλ, υπάρχουν τετρακόσιοι είκοσι πέντε Παλαιστίνιοι που απελάθηκαν από το κράτος του Ισραήλ. Σύμφωνα με τον ισχυρισμό της Χάννα Άρεντ, αυτά τα άτομα αποτελούν «την πρωτοπορία του λαού τους». Αλλά αυτό δεν σημαίνει απαραιτήτως –ή δεν σημαίνει μόνο- ότι μπορεί να αποτελούν τον αρχικό πυρήνα ενός μελλοντικού εθνικού κράτους, το οποίο πιθανώς θα έλυνε το παλαιστινιακό πρόβλημα τόσο ανεπαρκώς όσο και το Ισραήλ επέλυσε το εβραϊκό ζήτημα. Αντίθετα, η «γη του κανενός» όπου αυτοί έχουν βρει καταφύγιο έχει αντεπιδράσει στο έδαφος του κράτους του Ισραήλ, ανοίγοντας τρύπες σε αυτό και αλλάζοντάς το κατά τέτοιο τρόπο ώστε η εικόνα αυτού του χιονοσκεπούς λόφου να έχει γίνει ένα πιο εσωτερικό τμήμα του εδάφους αυτού από οποιαδήποτε άλλη περιοχή του Ερέτζ Ισραήλ. Μόνο σε ένα έδαφος όπου οι χώροι των κρατών θα έχουν διαπεραστεί και θα έχουν παραμορφωθεί τοπολογικά, και που ο πολίτης θα έχει μάθει να αναγνωρίζει τον εαυτό του ως τον πρόσφυγα που είναι, είναι σήμερα νοητή η πολιτική επιβίωση του ανθρώπου.
Μετάφραση - σημειώσεις: Άκης Γαβριηλίδης
[1] Το άρθρο αυτό του Αγκάμπεν δημοσιεύτηκε στο αμερικανικό περιοδικό Symposium (Summer 1995), 49(2):114-119, σε μετάφραση Michael Rocke.
* «Δεν τα καταφέρνει κανείς δύο φορές» (γαλ.).
* Στο πρωτότυπο οι ελληνικές λέξεις με λατινικά στοιχεία.
* Στο πρωτότυπο (δηλαδή στην αγγλική μετάφραση που χρησιμοποιούμε ως πρωτότυπο) εμφανίζεται ο όρος extraterritoriality, ο οποίος από νομική άποψη σημαίνει ετεροδικία (=το δικαίωμα κάποιων προσώπων, συνήθως μελών ξένων αποστολών, να υπάγονται στο δίκαιο της χώρας καταγωγής και όχι της χώρας τοποθέτησής τους).
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου