Οι εμμονές του «κοσμικού φονταμενταλισμού»
[Δημοσιεύτηκε στα "Ενθέματα" της Κυριακάτικης Αυγής (18/1/09)]
Είναι σαφές ότι από τη στιγμή που ξεκίνησε η άγρια επίθεση του ισραηλινού στρατού στη Λωρίδα της Γάζας η ελληνική αριστερά στάθηκε συνολικά στο πλευρό των Παλαιστινίων, αντιδρώντας στην πολιτική των «ίσων αποστάσεων». Σ’ ότι αφορά όμως την αντιμετώπιση των παλαιστινιακών κομμάτων, έχει κανείς την αίσθηση ότι μεγάλο μέρος της ελληνικής αριστεράς, συμπεριλαμβανομένου του ΣΥΡΙΖΑ, συμμερίζεται σε σημαντικό βαθμό την στάση των κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων. Αναφέρομαι εδώ στην επιφύλαξη ή ακόμη και την αρνητική στάση απέναντι στη Χαμάς και τις πολιτικές της επιλογές. Η στάση όμως αυτή δεν εκφράζεται ρητά, αλλά προκύπτει με περισσότερο έμμεσο τρόπο. Eίτε μέσω της προβολής απόψεων που προέρχονται από στελέχη της Φάταχ και της αντίστοιχης απωσιώπησης του πολιτικού λόγου που εκφέρεται από τη Χαμάς, είτε μέσα από την απουσία σοβαρών αναλύσεων σχετικά με τη φυσιογνωμία, τις εσωτερικές διεργασίες και τους μετασχηματισμούς της ισλαμιστικής οργάνωσης.[1]
Τη λανθάνουσα επιφύλαξη απέναντι στη Χαμάς θα μπορούσε κάποιος να τη διαγνώσει και στις πρόσφατες πορείες διαμαρτυρίας που οργανώθηκαν προς την Ισραηλινή πρεσβεία, όχι βέβαια μέσα από τα συνθήματα που κυριάρχησαν σ’ αυτές, αλλά περισσότερο από τις κουβέντες στα «πηγαδάκια» που είχαν στηθεί ανάμεσα στους έλληνες διαδηλωτές. Συνολικά, η στάση αυτή στην οποία αναφέρομαι θα μπορούσε να συνοψιστεί ως μια σαφής υποστήριξη προς τους Παλαιστίνιους αλλά όχι και προς την «φονταμενταλιστική» Χαμάς. Την ίδια στιγμή, σημαντικό τμήμα της ελληνικής αριστεράς δεν φαίνεται διατεθειμένο να προβεί σε μια σοβαρή -ή μια οποιαδήποτε- κριτική απέναντι στις επιλογές της «κοσμικής» Φάταχ.
Οι παραδοχές όμως αυτές εμπεριέχουν σοβαρά προβλήματα και αντιφάσεις, που μοιάζουν να περνούν απαρατήρητες. Έτσι, οι αναλύσεις που φιλοξενούνται σε διάφορα έντυπα της αριστεράς επικρίνουν τις πολιτικές των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι στους Παλαιστίνιους, όχι μόνο για την αμέριστη στήριξη που προσφέρουν στο Ισραήλ, αλλά και για την τιμωρία των Παλαιστινίων εξαιτίας των πολιτικών επιλογών τους, το εμπάρκο που επέβαλαν στα κατεχόμενα εδάφη, καθώς και τη διαίρεση της παλαιστινιακής αντίστασης. Αν όμως οι αριστερές αυτές αναλύσεις είναι ακριβείς σ’ ότι αφορά την περιγραφή του διεθνούς πλαισίου, που καθιστά εφικτή την εγκληματική πολιτική του Ισραήλ, είναι ωστόσο βαθιά προβληματικές στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις μέσα στην ίδια την Παλαιστίνη. Και αυτό διότι η πολιτική της Δύσης απέναντι στους Παλαιστίνιους δεν υλοποιείται με ένα μαγικό ραβδάκι που κινείται από την Ουάσιγκτον και τις Βρυξέλες, αλλά επιβάλλεται και διαμέσου των τοπικών εκφραστών της πολιτικής αυτής.
Αυτές τις μέρες μοιάζει να έχει ξεχαστεί το γεγονός ότι η πολιτική των ΗΠΑ και της ΕΕ μετά την εκλογική νίκη της Χαμάς στις εκλογές του 2006 στηρίχθηκε έμπρακτα από την ηγεσία της Φάταχ και ιδιαίτερα από τον πρόεδρο της Παλαιστινιακής Αρχής, Μαχμούντ Αμπάς. Η τιμωρία των Παλαιστινίων που επέλεξαν να ψηφίσουν την «τρομοκρατική» Χαμάς υλοποιήθηκε αρχικά μέσω της διακοπής της άμεσης οικονομικής βοήθειας που διοχετευόταν προς την Παλαιστινιακή Αρχή. Το καλοκαίρι όμως του 2006 συστήθηκε ο λεγόμενος «Προσωρινός Διεθνής Μηχανισμός» υπό την αιγίδα της Παγκόσμιας Τράπεζας, που ανέλαβε να παράσχει ένα ποσό οικονομικής βοήθειας απευθείας στο γραφείο του Μαχμούντ Αμπάς, παρακάμπτοντας έτσι την νόμιμη κυβέρνηση της Χαμάς. Άλλωστε, η ανταγωνιστική κυβέρνηση που στήθηκε στη Δυτική Όχθη με πρωθυπουργό τον οικονομολόγο Σαλάμ Φαγιάντ, πρώην στέλεχος της Παγκόσμιας Τράπεζας, αναγνωρίζεται ως νόμιμη από τη διεθνή κοινότητα, παρά την αντισυνταγματικότητά της. Ακόμη πιο σοβαρό όμως είναι το γεγονός ότι ο Αμπάς έλαβε οικονομική υποστήριξη ύψους 82 εκατομμυρίων δολαρίων από την αμερικανική κυβέρνηση, προκειμένου να εξοπλιστούν τα ένοπλα τμήματα της Φατάχ και να αντιμετωπίσουν τις δυνάμεις της Χαμάς.
Η ενδυνάμωση της Χαμάς οφείλεται κυρίως στη διάψευση των ελπίδων που είχαν δημιουργήσει οι Συνθήκες του Όσλο και τη συνακόλουθη ανάπτυξη ενός πνεύματος αντίστασης στον παλαιστινιακό πληθυσμό. Η αντίσταση αυτή στην παρούσα συγκυρία λαμβάνει, κατά κύριο λόγο, τη μορφή της μη-συνεργασίας, δηλαδή της μη-συναίνεσης απέναντι στην «ειρηνευτική διαδικασία» που προωθούν οι ΗΠΑ και το Ισραήλ μέσω της σύμπραξης του Μαχμούντ Αμπάς. Η στροφή όμως προς τη Χαμάς συνδέεται και με τη έντονη διαφθορά της πολιτικής ελίτ που αναδείχθηκε μέσα από την διαδικασία του Όσλο. Η ελίτ αυτή περιλαμβάνει νεότερους πολιτικούς, όπως ο Μοχάμεντ Νταχλάν, που προοριζόταν από τη Δύση και το Ισραήλ για διάδοχος του Γιάσερ Αραφάτ (και ο οποίος καρπωνόταν ποσοστά από το λαθρεμπόριο των τούνελ ανάμεσα στην Αίγυπτο και τη Γάζα) αλλά και παλαιότερους πολιτικούς της Φάταχ, όπως ο Άχμεντ Κουρέϊα (πρωθυπουργός κατά την περίοδο 2003-2005). Αποτελεί κοινό μυστικό για τους Παλαιστίνιους ότι στην οικογένεια του τελευταίου ανήκει το εργοστάσιο που παράγει το τσιμέντο για την κατασκευή του Διαχωριστικού Τείχους, το οποίο έχει καταστρέψει την οικονομική και κοινωνική ζωή του παλαιστινιακού πληθυσμού.
Είναι πραγματικά δύσκολο να κατανοήσει κανείς το πώς αντιτάσσεται η εγχώρια αριστερά στα σχέδια του Ισραήλ και των δυτικών συμμάχων του για τη μελλοντική δημιουργία ενός κατακερματισμένου και εξαρτημένου παλαιστινιακού Μπαντουστάν στα κατεχόμενα εδάφη τη στιγμή που τηρεί μια άκριτη και άρρητη στάση υποστήριξης απέναντι στην ηγεσία της Φάταχ, η οποία έως τώρα συμπλέει με τις επιδιώξεις αυτές. Στην περίπτωση που αυτά συνέβαιναν σε μια διαφορετική περιοχή του κόσμου, η στάση της τελευταίας κατά πάσα πιθανότητα θα στιγματιζόταν ως μια πολιτική δωσιλόγων. Αντίθετα, τώρα σε έφημερίδες, όπως η Αυγή, συναντάμε πολύ συχνά περιγραφικούς όρους, όπως η «μετριοπαθής Φάταχ» και η «εξτρεμιστική Χαμάς». Οι όροι όμως αυτοί έχουν επιβληθεί και νομιμοποιηθεί από εκείνους που απεργάζονται την υπονόμευση του αντιστασιακού κινήματος των Παλαιστινίων.
Δεν πιστεύω ότι οι όποιες βίαιες αντιστασιακές ενέργειες των μαχητών της Χαμάς, όπως η εκτόξευση ρουκετών (ότι κι αν πιστεύει κανείς σχετικά με την αποτελεσματικότητά τους), είναι ο πραγματικός λόγος για τον οποίο πολλοί αριστεροί αντιμετωπίζουν με τόσο μεγάλη επιφύλαξη την οργάνωση αυτή. Παραδοσιακά, άλλωστε, η αριστερά δεν αρνείται κατηγορηματικά την ιδέα της βίαιας αντίστασης απέναντι σε κατοχικές δυνάμεις, όπως το Ισραήλ. Αντίθετα, η στάση αυτή φαίνεται να σχετίζεται με την πάγια επιφύλαξη της αριστεράς απέναντι σε οποιουδήποτε είδους θρησκευτικό λόγο, πράγμα που κάνει την απαξιωμένη «κοσμική Φάταχ» να φαίνεται ως προτιμότερη από τους «φονταμενταλιστές της Χαμάς». Ίσως όμως να πρόκειται εντέλει για έναν πιο συγκεκριμένο αρνητισμό απέναντι στο ισλαμικό στοιχείο της οργάνωσης. Με την έννοια αυτή, η αριστερά πιθανόν να μην είναι απόλυτα αδιάβροχη, όσο θα ήθελε να πιστεύει, απέναντι στην ισλαμοφοβία που έχει κατακλύσει τα τελευταία χρόνια τον δυτικό κόσμο.
Είναι ενδεικτικό μάλιστα της εθνοκεντρικής αυτής στάσης το γεγονός ότι η αντίσταση της Χεζμπολλάχ στην ισραηλινή επιθετικότητα το καλοκαίρι του 2006 αντιμετωπίστηκε από τους έλληνες αριστερούς με διαφορετικό τρόπο από ότι αντιμετωπίζεται σήμερα η αντίσταση της Χαμάς. Αν και η Χεζμπολλάχ είναι επίσης μια ρητά ισλαμιστική οργάνωση, εντούτοις έχει προσαρμόσει τον πολιτικό της λόγο με τρόπο που την φέρνει κοντύτερα στο διεθνικό αντι-ιμπεριαλιστικό κίνημα. Η απωσιώπηση, από την άλλη πλευρά, της φωνής της Χαμάς από τα εγχώρια αριστερά έντυπα συντείνει στην εμπέδωση μιας σειράς προβληματικών παραδοχών σχετικά με τη φυσιογνωμία της οργάνωσης και στην αδυναμία να παρακολουθήσει κάποιος τους μετασχηματισμούς που έχουν επέλθει στον λόγο αλλά και τις πρακτικές της στο διάστημα των τελευταίων χρόνων. Εξάλλου, ο λόγος της Χαμάς μόνο ομοιογενής δεν είναι, αφού υπάρχουν διαφορετικές -και συχνά αντιφατικές- φωνές μέσα στην ίδια την οργάνωση.[2]
Σε κάθε περίπτωση, οφείλουμε να διακρίνουμε ανάμεσα στη ρητορική των ισλαμιστικών κινημάτων, που συχνά έχει έναν ουσιοκρατικό χαρακτήρα, και τα πραγματικά διακυβεύματα που οδηγούν τις πολιτικές τους πρακτικές σε πολύ πιο πραγματιστικά μονοπάτια. Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι τα κινήματα του Πολιτικού Ισλάμ διακρίνονται από, μικρότερες ή μεγαλύτερες, αντιφάσεις. Μήπως όμως δεν συνέβαινε εξαρχής το ίδιο και στην περίπτωση του κοσμικού αραβικού εθνικισμού, που είχε κυριαρχήσει στις αραβικές χώρες κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες; Και δεν ήταν τα Νασσερικά και Μπααθικά αυτά κόμματα που, παρά τις προοδευτικές πολιτικές που εφάρμοσαν αρχικά και την εκσυγχρονιστική τους ρητορική, οδήγησαν τις χώρες της Μέσης Ανατολής στη σημερινή κατάσταση της κοινωνικής μιζέριας και του πολιτικού αυταρχισμού; Εντούτοις, τις προηγούμενες δεκαετίες οι πολιτικές αυτές δυνάμεις εξέφρασαν το ευρύ λαϊκό αίτημα για μια κοινωνική χειραφέτηση και μια ουσιαστική απο-αποικιοποίηση των αραβικών χωρών.
Μια βαθύτερη αριστερή ανάλυση θα όφειλε λοιπόν να κατανοήσει ότι και τα κινήματα του Πολιτικού Ισλάμ εκφράζουν μέσα στην σημερινή συγκυρία τα ίδια λαϊκά οράματα, τα οποία μετά από τόσες δεκαετίες παραμένουν ακόμη ανεκπλήρωτα. Άλλωστε, ήταν ακριβώς η αποτυχία του κοσμικού αραβικού εθνικισμού στην υλοποίηση των οραμάτων αυτών εκείνη που έχει οδηγήσει στην σημερινή κατίσχυση των ισλαμιστικών κινημάτων. Στην περίπτωση της Χαμάς, ο στόχος διόλου δεν φαίνεται να είναι η εγκαθίδρυση ενός θεοκρατικού καθεστώτος στην Παλαιστίνη (ούτε πολύ περισσότερο η δημιουργία ενός υπερεθνικού «Μουσουλμανικού Έθνους»), αλλά η διεκδίκηση μιας αξιοπρεπούς διαβίωσης και η αντίσταση απέναντι στον εκφυλισμό των παλαιστινιακών αγώνων σε ένα αδιέξοδο πάρε-δώσε με τις εκάστοτε ισραηλινές ηγεσίες.
Πολλοί από εμάς πιθανά θα επιθυμούσαμε την υπερίσχυση οργανώσεων που έχουν μια ρητή αριστερή ιδεολογία, όπως το PFLP (Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης) ή το DFLP (Δημοκρατικό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης). Η ουσία όμως είναι ότι στη συγκεκριμένη συγκυρία η οργάνωση που εκφράζει τη διάθεση αντίστασης πάρα πολλών Παλαιστινίων απέναντι στην ισραηλινή κατοχή είναι η Χαμάς. Αυτό που μπορούμε λοιπόν να κάνουμε εμείς είναι να μην επαναλαμβάνουμε με άκριτο τρόπο τους διαχωρισμούς ανάμεσα σε «Χαμάς» και «Παλαιστίνιους», αλλά και να μην προβάλλουμε επάνω στους Παλαιστίνιους τους εθνοκεντρισμούς και τις ιδεολογικές μας εμμονές. Και να ανοίξουμε, επιτέλους, έναν ουσιαστικότερο και ειλικρινή διάλογο πάνω στα ζητήματα αυτά.
Ο Τάκης Γέρος διδάσκει Κοινωνική Ανθρωπολογία στο Πάντειο πανεπιστήμιο και έχει εργαστεί για έναν χρόνο (2006-2007) ως μέλος ανθρωπιστικής ΜΚΟ στα παλαιστινιακά εδάφη
[1] Μια τέτοια στάση συχνά αντανακλάται, πιστεύω, και στην αρθρογραφία της Αυγής. Βλ., για παράδειγμα, το εισαγωγικό σημείωμα της Ελένης Τσερεζολέ που συνόδευε τις συνεντεύξεις δύο Παλαιστινίων (οι οποίοι πρόσκεινται στη Φάταχ) πριν από δύο εβδομάδες (Κυριακάτικη Αυγή, 4/1/2009).
[2] Σχετικά με τους μετασχηματισμούς στον λόγο και τις πρακτικές της οργάνωσης, βλ. το άρθρο του Ισραηλινού ακαδημαϊκού Μεναχέμ Κλάιν, «Οι αντιφατικές φωνές της Χαμάς» (Ενθέματα, Αυγή της Κυριακής, 11 Ιουνίου 2006).
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου