Του Φώτη Τερζάκη
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Υπογραμμίζουμε ιδιαίτερα την τελευταία παράγραφo η οποία είναι εξαιρετική και εξαιρετικά επίκαιρη...!
Βενετία Καντσά - Βασιλική Μουτάφη - Ευθύμιος Παπαταξιάρχης (επιμ.),
Φύλο και κοινωνικές επιστήμες στη σύγχρονη Ελλάδα
εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σ. 273, ευρώ 26,38
Η προβληματική του κοινωνικού φύλου (gender) είναι ένα έμμονο ερευνητικό μέλημα του Τμήματος Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου του Αιγαίου. Στα σχεδόν τριάντα χρόνια λειτουργίας του έχει εκδώσει αρκετούς συλλογικούς τόμους γύρω από την προβληματική του φύλου, και κάποιου είδους επιστέγασμα μπορεί να θεωρηθεί τούτος ο πρόσφατος. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ένα έργο απολογισμού: απηχώντας ένα συνέδριο που οργανώθηκε στο Μυτιλήνη τον Οκτώβριο του 2003 από το νεοσύστατο τότε Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Γυναίκες και Φύλα: Ανθρωπολογικές και ιστορικές προσεγγίσεις», διευρύνει ακόμη περισσότερο τη σκοπιά του για ν' απογράψει και να εκτιμήσει την επίδραση της φεμινιστικής σκέψης και των λεγόμενων γυναικείων σπουδών στις ελληνικές κοινωνικές επιστήμες τη μεταπολιτευτική περίοδο. Αναπόφευκτα, όλα τα κείμενα εξετάζουν τις ελληνικές εξελίξεις συγκριτικά προς τις διεθνείς σχετικές συζητήσεις υπονοώντας -ή κι επισημαίνοντας ρητά- μια χαρακτηριστική ελληνική «καθυστέρηση», η οποία όμως εκδηλώνεται σε άνισο βαθμό και με διαφορετικούς ρυθμούς σε ξεχωριστούς κλάδους.
Στο προγραμματικό τους κείμενο που έχει θέση εισαγωγής, οι Βενετία Καντσά και Ευθύμιος Παπαταξιάρχης ξεκινούν με την αναγνώριση ότι το ενδιαφέρον για το κοινωνικό φύλο βρίσκεται μάλλον σε υποχώρηση διεθνώς, τίμημα, κατά την εκτίμησή τους, της εξαιρετικής θεωρητικής του γονιμότητας: έχοντας συμβάλει αποφασιστικά στο θεωρητικό πρόγραμμα του κονστρουκτιβισμού (θεωρία της κοινωνικής κατασκευής - εν προκειμένω των ταυτοτήτων), έχασε την αρχική του μοναδικότητα και πρωτοκαθεδρία και σταδιακά μετατράπηκε σ' έναν ανάμεσα σε πολλούς τόπους εφαρμογής του νέου παραδείγματος. Προσπαθώντας να ξαναπιάσουν τα νήματα που οδήγησαν ως εδώ, επισημαίνουν δύο γραμμές αποφασιστικών εξελίξεων - τη μία θα τη λέγαμε ιστορική και την άλλη επιστημολογική. Σε ιστορικό επίπεδο, οι σχετικοί προβληματισμοί συγκροτήθηκαν -ή τουλάχιστον πύκνωσαν με κρίσιμο τρόπο- στη δεκαετία του 1960 στο εσωτερικό και μέσα από τη δράση ενός κοινωνικού-χειραφετησιακού κινήματος, που ήταν το γυναικείο ή φεμινιστικό κίνημα· από τη δεκαετία του 1970 αρχίζει η ακαδημαϊκή πολιτογράφηση των προβληματικών του, πράγμα που συνέπεσε με την εκπνοή των αντίστοιχων κοινωνικών κινημάτων. Ηταν μια ιστορική σύμπτωση ή μήπως -όπως ορισμένες θεωρητικοί του κινήματος υποστήριξαν και οι συγγραφείς αναφέρουν στη σελ. 14 και σημ. 30-31- η ίδια η θεσμική επιτυχία των γυναικείων σπουδών είχε κάποιον αιτιακό δεσμό με την άμβλυνση της ριζοσπαστικότητας και, σε τελευταία ανάλυση, την πολιτική αποτυχία του φεμινισμού; Επιστημολογικά μιλώντας, τώρα, καταγράφεται μια αλλαγή παραδείγματος όπου, από τις (ουσιολογικές, υποτίθεται) «γυναικείες σπουδές» περνάμε στην (κονστρουκτιβιστική) οπτική του «κοινωνικού φύλου», αφού αμφισβητήθηκε πλέον η οικουμενικότητα της κατηγορίας «γυναίκες» και η έμφαση μετατοπίστηκε στους τρόπους κοινωνικής κατασκευής των έμφυλων ταυτοτήτων (περιλαμβανομένης βεβαίως και της ανδρικής). Η εξέλιξη αυτή συντελέστηκε κυρίως σε ακαδημαϊκά περιβάλλοντα, και δεν χρειάζεται να πούμε ότι πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτό έπαιξε η πολιτισμική ανθρωπολογία. Η Κοινωνική Ανθρωπολογία, εν πάση περιπτώσει, κρίνεται και ως η επιστήμη που δεξιώθηκε πρώτη την προβληματική του φύλου στην Ελλάδα, από τη δεκαετία του 1980 και ύστερα, με την ιστορία ν' ακολουθεί δεύτερη και με οφθαλμοφανή ατροφία των σχετικών προβληματισμών στους υπόλοιπους κλάδους (γλωσσολογία, αρχιτεκτονική, ψυχολογία, κοινωνιολογία, οικονομικά, πολιτική επιστήμη κι εκπαίδευση).
Τις επιμέρους εξελίξεις σε όλες αυτές τις επιστήμες αναπλάθουν τα κείμενα που ακολουθούν, αποτίοντας παράλληλα τον οφειλόμενο φόρο τιμής στα λίγα έργα, ομάδες και έντυπα ριζοσπαστικού φεμινισμού που εμφανίστηκαν τα χρόνια αυτά στην Ελλάδα. Η Αλεξάνδρα Μπακαλάκη γράφει για την κοινωνική ανθρωπολογία και την ελληνική εθνογραφία, η Εφη Αβδελά για την ιστορία, η Μαριάνθη Μακρή-Τσιλιπάκου για τη γλωσσολογία και τη γλώσσα, η Αναστασία-Σάσα Λαδά για τη σχέση φύλου και χώρου, η Χρυσή Ιγγλέση για την ψυχολογία και την ψυχανάλυση, η Εύη Κλαδούχου για την κοινωνιολογία της εκπαίδευσης, η Ξανθή Πετρινιώτη για τα οικονομικά της γυναικείας εργασίας και η Μάρω Παντελίδου-Μαλούτα για την ανισότητα των φύλων ως πρόβλημα πολιτικής. Ολα ανταποκρίνονται ευσυνείδητα στο καθήκον τους -να εκτιμήσουν τους λόγους της καθυστέρησης ή της ατροφίας των προβληματικών του φύλου στον ελληνικό ακαδημαϊκό χώρο- και υπηρετούν, ταυτόχρονα, ως ευσύνοπτες επισκοπήσεις των ίδιων των κλάδων τους. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τις ιστορικές και κοινωνικές επιστήμες, αξιοσημείωτη είναι η παρατήρηση ότι, στην Ελλάδα, η επικράτηση ενός ορισμένου -μηχανιστικού, όπως θα λέγαμε- «μαρξισμού» εγκλώβισε τα ερευνητικά ενδιαφέροντα σε μακροκοινωνιολογικές οπτικές βασισμένες στο «έθνος» και την «τάξη», περιθωριοποιώντας μικροκοινωνιολογικές θεωρήσεις και αφήνοντας ελάχιστα περιθώρια συνομιλίας με τον φεμινισμό· σε αυτό πρέπει να συνυπολογιστούν, βέβαια, οι παραδοσιακές πατριαρχικές δομές της ελληνικής κοινωνίας -υπεύθυνες επίσης για την αντίστοιχη καχεξία της ψυχανάλυσης, όπως παρατηρείται- και η, σχετιζόμενη με αυτές κατά τρόπους που από μόνοι τους αξίζουν να γίνουν αντικείμενο περαιτέρω ανθρωπολογικής έρευνας, ασφυκτική εξάρτηση των θεματικών του φύλου και των «επίσημων» φεμινιστικών διεκδικήσεων από το κράτος και τις κρατικές πολιτικές.
Δεν έχω τον χώρο βέβαια να επεκταθώ ειδικότερα στις αναλύσεις και στα σχόλια των επιμέρους κειμένων. Κατ' εξαίρεσιν θ' ασχοληθώ λίγο περισσότερο με το κείμενο της Α. Μπακαλάκη, διότι, όπως μου φαίνεται, θίγει κάποια πολύ κρίσιμα ζητήματα που αφορούν το θεωρητικό μέρος της συζήτησης, πέρα από τις λίγο πολύ αναμενόμενες απογραφές. Επεκτείνοντας κάποιες παρατηρήσεις της, μάλιστα, θα μπορούσε κάποιος έως και να συστήσει ένα είδος εσωτερικού αντιλόγου στην οπτική που εκτίθεται από τους επιμελητές του τόμου στην Εισαγωγή. Το ζήτημα είναι οι περιορισμοί και τα προβλήματα της κονστρουκτιβιστικής οπτικής, που με τόσο ενθουσιασμό μοιάζει να υιοθετείται από το Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Αιγαίου. Αντιγράφω: «Η κατάδειξη της αυτονομίας του κοινωνικού φύλου από το βιολογικό, όπως παλαιότερα της αυτονομίας της κοινωνικής συγγένειας από τη βιολογική και του ρατσισμού από τα υποτιθέμενα βιολογικά γνωρίσματα των φυλών, αναδείχτηκε σε κύριο μέλημα. [...] Στο πλαίσιο αυτό, η αναζήτηση των παραγόντων που συμβάλλουν σε κατά φύλα ανισότητες σε διαπολιτισμικό επίπεδο, αλλά και η προσπάθεια να προσδιοριστεί η "θέση της γυναίκας" σε συγκεκριμένες κοινωνίες εγκαταλείφθηκαν. Ο λόγος ήταν ότι η εκτίμηση, σύμφωνα με την οποία τα γνωρίσματα της κατά φύλα ανισότητας είναι όμοια παντού και ανάγονται στους ίδιους παράγοντες, δεν μπορεί παρά να ανάγεται, τελικά, στην παραδοχή ότι οι άνδρες και οι γυναίκες συνιστούν οικουμενικές κατηγορίες - παραδοχή που, έμμεσα τουλάχιστον, παραπέμπει στη βιολογική διαφορά μεταξύ αρσενικού και θηλυκού. [...] Ωστόσο, η παραδοχή ότι το βιολογικό φύλο συνιστά κοινωνική κατασκευή αναφέρεται στις ερμηνείες και τις πρακτικές στις οποίες υπόκειται το έμφυλο σώμα, όχι όμως απαραίτητα και στην οργανική του υπόσταση αυτή καθεαυτήν» (σελ. 58-60 passim). Ακριβώς! Η πρόταση της Butler, ας πούμε, ότι το βιολογικό φύλο είναι το κοινωνικό φύλο, έχει νόημα μόνον εάν διαχωρίσουμε προηγουμένως προσεκτικά τη φυσική επιστήμη (κοινωνική κατασκευή ή, σωστότερα, ιδεολογία) από την ίδια τη φύση (ενύπαρκτο υλικό φορέα, μη αναγώγιμο στις ερμηνείες και τις ανακατασκευές του). Αν εξαφανίσουμε ταχυδακτυλουργικά το πραγματικό υποκείμενο μιας χειραφετησιακής διεκδίκησης -που σημαίνει, εν προκειμένω, κάποιου είδους οικουμενικότητα της κατηγορίας «γυναίκα»- κανενός είδους απελευθερωσιακή δράση δεν μπορεί να υπάρξει· αν εκχωρήσουμε γενικώς τα «υποκείμενα» στην απόλυτη δικαιοδοσία των κοινωνικών χειρισμών εν είδει κατασκευών, χάνοντας από τα μάτια μας την ιδέα μιας πάσχουσας και ανθιστάμενης φύσης, κανενός είδους αντίσταση δεν μπορεί να θεμελιωθεί απέναντι σε κανένα είδος κοινωνίας! Η απεριόριστη κατασκευασιμότητα του ανθρώπινου είναι όνειρο μάλλον της ευγονικής και των στρατοπέδων «αναμόρφωσης». Και, παρεμπιπτόντως, η επώαση του κονστρουκτιβιστικού παραδείγματος μέσα στα κοινωνικώς αποκομμένα ακαδημαϊκά περιβάλλοντα εξηγεί ακόμη καλύτερα τη σύμπτωση της ακαδημαϊκής ενσωμάτωσης των σπουδών του φύλου με την κάμψη των μαχητικών γυναικείων (και ομοφυλόφιλων) κινημάτων παντού στον κόσμο.
Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2010
Φύλο και κοινωνικές επιστήμες στη σύγχρονη Ελλάδα
Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2010
ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Ιστορίας
Working Group on Contentious Politics & Social Movements
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟΥ 2010-11
ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ
Συλλογική βία: μορφές, συναισθήματα και η σχεσιακή προσέγγιση
Σ. Ι. Σεφεριάδης
29
Από τον περιβαλλοντισμό στον διαπεριβαλλοντισμό: η εθνογραφία μίας κίνησης πολιτών στις όχθες του Βοσπόρου
Α. Βουβούλη
13
Μητροπολιτικές ταραχές εργατικής νεολαίας σε Αγγλία, Γαλλία και Ελλάδα. Μια πρώτη συγκριτική αντιπαράθεση
Γ. Λαμπρόπουλος
Θεωρίες ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και προσλήψεις των συλλογικών δρώντων
Γ. Μπιθυμήτρης
17
Κ. Κωστόπουλος
31
Μαρξισμός και θρησκεία: ορισμένες διευκρινίσεις
Ν. Λούντος
Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2010
ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΚΑΙ ΠΟΡΕΙΑ
ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ - ΠΟΡΕΙΑ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ 17/11 ΜΥΤΙΛΗΝΗ ΠΛ.ΣΑΠΦΟΥΣ 5.30 μμ
καλούν οι φοιτητικοί σύλλογοι
Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2010
Ο ΕΠΙΜΟΝΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ
Αυτή την Κυριακή η συγγραφέας Ρέα Γαλανάκη διαβάζει το βιβλίο του Μάνου Σαββάκη για τους λεπρούς της Σπιναλόγκας. Πρόκειται για την πρώτη και μοναδική επιστημονική εργασία για το ακανθώδες και δυσπρόσιτο θέμα των χανσενικών Κυριακή 14 Νοεμβρίου 2010
Διάβασα το βιβλίο του άγνωστου σ΄ εμένα Μάνου Σαββάκη όταν βγήκε και το ξαναδιάβασα τελευταία, ενοχλημένη από τη σιωπή που το περιβάλλει, όταν όλη η Ελλάδα φλυαρεί για το φαινόμενο Σπιναλόγκα, μετά τη μετατροπή του εξωραϊσμένου εμπορικού ρομάντζου της Χίσλοπ σε σίριαλ. Ωστόσο η μελέτη του Μ.Σ., που είναι ανεπτυγμένη μορφή της διδακτορικής διατριβής του, είναι η μόνη έγκυρη εργασία για το ακανθώδες και δυσπρόσιτο θέμα των χανσενικών, απαραίτητη πλέον για όποιον θέλει να πει έστω και μία λέξη για το θέμα, αλλά και για την οποιαδήποτε μεταφορά του. Στις σελίδες του διασταυρώνονται η σύγχρονη κοινωνιολογική μεθοδολογία του συγγραφέα με την ιστορία των χανσενικών, με νόμους και ντοκουμέντα. Οι πηγές, η βιβλιογραφία και τα παραρτήματα καταλαμβάνουν 22 σελίδες. Η στενόμακρη Σπιναλόγκα, αυτό το καλά οχυρωμένο «μακρύ αγκάθι» των Βενετών, η αρχαιοελληνική Καλυδώνα, είχε για μισό αιώνα τη δική της εντελώς ιδιάζουσα μικροϊστορία, που δέχθηκε τους κραδασμούς όλων των ιστορικών γεγονότων. Ιδρύθηκε ύστερα από χρονοβόρες συζητήσεις επί Κρητικής Πολιτείας, μέσα από τις εκσυγχρονιστικές επιταγές της εποχής για την υγεία. Οι παλιές «μεσκινιές», οι τόποι στους οποίους ζούσαν οι λεπροί κοντά σε κατοικημένα μέρη για να ζητιανεύουν, έδωσαν τη θέση τους στο νησί όπου συγκεντρώθηκαν, και ταυτόχρονα απομονώθηκαν, οι χανσενικοί. Οι λίγοι Οθωμανοί που είχαν απομείνει από το άλλοτε ακμάζον μουσουλμανικό κέντρο της Σπιναλόγκας εκδιώχθηκαν κακήν κακώς από την Κρητική Πολιτεία που αποκόμισε διπλό όφελος: και να διώξει τους Τούρκους και να απομονώσει τους στιγματισμένους στο άνυδρο νησί. Η ιδιόμορφα οργανωμένη και εσωστρεφής κοινωνία των λεπρών διατηρούσε μια πολύ χαλαρή επικοινωνία με τον κόσμο των υγιών. Η σωματική επαφή απαγορευόταν φυσικά. Τα εκατέρωθεν προϊόντα- γιατί και οι χανσενικοί παρήγαν μερικά πράγματα- και τα χρήματα απολυμαίνονταν σε ειδικό κλίβανο. Οι επισκέψεις (επιτράπηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ΄30) γίνονταν μέσω υποβολής αιτήσεως των συγγενών προς τον διευθυντή, και πολύ δύσκολα εγκρίνονταν. Ενα μικρό κρατικό επίδομα δόθηκε στους αρρώστους στα τέλη της δεκαετίας του ΄30 έπειτα από αγώνες, ενώ η οικονομική εκμετάλλευση των ασθενών από τους απέναντι δεν ήταν σπάνια. Λιγότερο σπάνια υπήρξε η ολιγωρία της πολιτείας για αυτούς τους εκτοπισμένους, που έπασχαν από την αργή και βαρύτατα παραμορφωτική ασθένεια, αλλά και για κάποιους υγιείς που από, σφάλμα συνήθως, οδηγούνταν και εκείνοι σιδηροδέσμιοι στη Σπιναλόγκα, ή για τα παιδιά που μεγάλωναν εκεί (ο γάμος επιτράπηκε το 1935 μόνο από την αυτοκέφαλη Εκκλησία της Κρήτης και μόνο για τους Σπιναλογκίτες, ενώ η Εκκλησία της Ελλάδας απαγόρευε τον γάμο στις αντίστοιχες κοινότητες χανσενικών στη Σάμο και στη Χίο). Εχει μεγάλο ενδιαφέρον η μετεξέλιξη της ιδιότυπης κοινωνίας των απομονωμένων και στιγματισμένων. Καταλύτης υπήρξε ο τελειόφοιτος της Νομικής Αθηνών Ε. Ρεμουντάκης, ο οποίος οδηγήθηκε στη Σπιναλόγκα στα μέσα της δεκαετίας του ΄30 ύστερα από καταδίωξη και σύλληψη (θα ήταν χρήσιμο να ξαναεκδοθούν τα απομνημονεύματά του, Αϊτός χωρίς φτερά, αυτοέκδοση, Αθήνα, 1973). Αυτός ο φωτισμένος και εύπορος Κρητικός μετέτρεψε την κοινότητα των άτολμων ασθενών, χωρικών στην πλειονότητά τους που προτιμούσαν να εγκατασταθούν στα πιο φτωχά τουρκόσπιτα και ξεχαρβάλωναν
Η είσοδος του λεπροκομείου της Σπιναλόγκας όπως είναι σήμερα τα αρχοντικά, σε μια οργανωμένη κοινότητα με σύλλογο και καταστατικό που αναγνωρίστηκαν από τη διοίκηση, με προμηθευτικό συνεταιρισμό και άλλα. Προσπάθησε να βελτιώσει τα κτίρια και να περιορίσει την οινοποσία και τη χαρτοπαιξία των άεργων χανσενικών στα καφενεία, ενεργοποιώντας τον πληθυσμό προς άλλες κατευθύνσεις, και διεκδικώντας καλύτερες συνθήκες ιατρικής φροντίδας, νοσηλευτικής αρωγής, καθημερινής διαβίωσης και αξιοπρέπειας. Με την κατοχή ακυρώθηκαν τα παραπάνω επιτεύγματα. Οι Ιταλοί που κατείχαν την περιοχή περιγράφονται ως ανεκτικότεροι προς όσους χανσενικούς έφταναν απέναντι κολυμπώντας για να ζητιανέψουν φαγητό, σε αντίθεση με τους Γερμανούς που τους διαδέχθηκαν, οι οποίοι έφτασαν ως και στην εκτέλεση χανσενικού παραβάτη. Χωρίς κρατικό επίδομα πλέον, οι χανσενικοί διεκδίκησαν και πέτυχαν να συμπεριληφθούν στη δύναμη των στρατευμάτων κατοχής για να εξασφαλίσουν την τροφή τους, καταφεύγοντας παράλληλα και στην ανταλλαγή αντικειμένων για να επιβιώσουν. Η χρησιμοποίηση των, ήδη γνωστών, αντιλεπρικών φαρμάκων μετά το ΄48 στη Σπιναλόγκα οδήγησε στην άμεση αποθεραπεία πολλών ασθενών, αλλά οι διεκδικήσεις όσων παρέμειναν συνεχίστηκαν. Το ΄53 σημειώθηκε μεγάλη εξέγερση των χανσενικών, η διοίκηση διαμαρτυρήθηκε για την ύπαρξη στο νησί «αναρχικών», οι οποίοι και τιμωρήθηκαν με μεταγωγή τους στα λεπροκομεία Σάμου και Χίου (εξεγέρσεις των χανσενικών της Σπιναλόγκας είχαν γίνει επίσης το ΄23 και το ΄42). Με μια μεγάλη απεργία πείνας και άλλους αγώνες οι Σπιναλογκίτες κέρδισαν αργότερα το δικαίωμα της κατ΄ οίκον νοσηλείας. Τον Ιούλιο του ΄57 οι τελευταίοι τριάντα χανσενικοί μεταφέρθηκαν στον Αντιλεπρικό Σταθμό στην Αγία Βαρβάρα Αττικής (σήμερα Κέντρο Κοινωνικής Αποκατάστασης Χανσενικών). Η μετακίνηση αυτή, που με πάθος είχαν διεκδικήσει οι χανσενικοί, προκάλεσε διττά συναισθήματα, όπως φαίνεται από τη λεπτομερή έρευνα του συγγραφέα και τις συζητήσεις του με πρώην Σπιναλογκίτες. Για μερικούς είχε χαθεί ο γενέθλιος τόπος, το χωριό τους, η μεγαλύτερη ελευθερία κίνησης- και η απώλεια αυτή απάλυνε την απομόνωσή τους στο νησί ως στιγματισμένων από τη λέπρα· άλλωστε η υποδοχή των Σπιναλογκιτών από τους χανσενικούς του Αντιλεπρικού Σταθμού Αττικής φαίνεται ότι δεν υπήρξε θερμή. Για τους περισσότερους Σπιναλογκίτες όμως ήταν πλέον εφικτή η συστηματική θεραπεία, αλλά και η προσπάθεια ένταξης των αποθεραπευμένων στην «κανονική» ζωή, με άλλα λόγια στο για χρόνια απαγορευμένο όνειρό τους. Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=56&artid=367075&dt=14%2F11%2F2010#ixzz15M2kGcc3
Τρίτη 9 Νοεμβρίου 2010
ΠΑΙΖΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΟΥ «ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΥ» ΚΑΙ ΤΟΥ «ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ» ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΗΣ ΥΙΟΘΕΣΙΑΣ
Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2010
&
University of Peloponnese
Faculty of Social Sciences
Department of Social and Educational Policy
CUA ANNUAL CONFERENCE
Corinth, Greece, 27-29 May 2011
Call for Papers
Market vs Society?
Human principles and economic rationale in changing times
The changes in the international economy during the 1970s and the ensuing shift towards neo-liberalism in the 1980s brought out a “rediscovery” of the ideas of Friedrich Hayek. The concept of liberalism was the ideological guise of economic globalization. The liberalization of market forces, as an ideological and economic project, imposed a model of compliance through employment flexibility, the minimisation of social security, the fragmentation of social solidarity and the conceptualisation of the economy as money exchanged in the market rather than as an efficient management of resources.
Within this framework, states and policy decision making are evaluated according to criteria related to the severity of macroeconomic strategies aiming at reducing fiscal deficits and cutting welfare and social benefits. It seems that Karl Polanyi’s claim is being confirmed that the economy has gained an independent life. Thus, the concepts of economy and society seem to be defined in terms of conflict rather than of harmonious coexistence. As a consequence, social life has become increasingly insecure and individualistic, the natural environment is being destroyed and the markets have changed into arenas of unfair competition and opportunistic speculation, while the unrestricted movement of capital jeopardizes the economic bases of the welfare state internationally and its subsequent ability to sustain full employment policies.
For many people it has become gradually impossible to make the connection between the impersonal market institutions and the reality that they experience in their daily life. As anthropologists have shown, although people try to resist explicitly or implicitly to “self-regulating” economic processes, they would appear to play no role in the calculation of economic theory and practice.
This Conference aims at addressing the complex connections between society and economy taking into account the processes that mark this often uneasy relationship in key social and political fields.
The Conference welcomes contributions and panels from anthropologists and scholars from other disciplines and encourages participation of research students.
Abstracts (300 words maximum) should be emailed by 1st December 2010 to Dr. Manos Spyridakis (maspy@uop.gr) or to Dr. Michael Fefes (mfefes@uop.gr). Selected papers and panels will be announced by 22th December 2010.
Selected papers will be published by the University of Peloponnese Press.
The Organizing Committee will make all possible efforts to cover accommodation costs (hotel and meals) for the participants.
Registration Fee
On-site registration fee equivalent to 25 Euros
Postgraduate and PhD students, 15 Euros
Contact persons of the Organizing Committee
Dr. Manos Spyridakis, maspy@uop.gr
Dr. Michael Fefes, mfefes@uop.gr
Scientific Committee
Dr. Giuliana Prato (University of Kent)
Dr. Italo Pardo (University of Kent)
Dr. Manos Spyridakis (University of Peloponnese)
Dr. Michael Fefes (University of Peloponnese)
On behalf of the Scientific Committee
Manos Spyridakis
Department of Social and Educational Politics
Faculty of Social Sciences
University of Peloponnese
Greece