Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2010

Φύλο και κοινωνικές επιστήμες στη σύγχρονη Ελλάδα

Του Φώτη Τερζάκη
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

Υπογραμμίζουμε ιδιαίτερα την τελευταία παράγραφo η οποία είναι εξαιρετική και εξαιρετικά επίκαιρη...!

Βενετία Καντσά - Βασιλική Μουτάφη - Ευθύμιος Παπαταξιάρχης (επιμ.),

Φύλο και κοινωνικές επιστήμες στη σύγχρονη Ελλάδα

εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σ. 273, ευρώ 26,38

Η προβληματική του κοινωνικού φύλου (gender) είναι ένα έμμονο ερευνητικό μέλημα του Τμήματος Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου του Αιγαίου. Στα σχεδόν τριάντα χρόνια λειτουργίας του έχει εκδώσει αρκετούς συλλογικούς τόμους γύρω από την προβληματική του φύλου, και κάποιου είδους επιστέγασμα μπορεί να θεωρηθεί τούτος ο πρόσφατος. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ένα έργο απολογισμού: απηχώντας ένα συνέδριο που οργανώθηκε στο Μυτιλήνη τον Οκτώβριο του 2003 από το νεοσύστατο τότε Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Γυναίκες και Φύλα: Ανθρωπολογικές και ιστορικές προσεγγίσεις», διευρύνει ακόμη περισσότερο τη σκοπιά του για ν' απογράψει και να εκτιμήσει την επίδραση της φεμινιστικής σκέψης και των λεγόμενων γυναικείων σπουδών στις ελληνικές κοινωνικές επιστήμες τη μεταπολιτευτική περίοδο. Αναπόφευκτα, όλα τα κείμενα εξετάζουν τις ελληνικές εξελίξεις συγκριτικά προς τις διεθνείς σχετικές συζητήσεις υπονοώντας -ή κι επισημαίνοντας ρητά- μια χαρακτηριστική ελληνική «καθυστέρηση», η οποία όμως εκδηλώνεται σε άνισο βαθμό και με διαφορετικούς ρυθμούς σε ξεχωριστούς κλάδους.
Στο προγραμματικό τους κείμενο που έχει θέση εισαγωγής, οι Βενετία Καντσά και Ευθύμιος Παπαταξιάρχης ξεκινούν με την αναγνώριση ότι το ενδιαφέρον για το κοινωνικό φύλο βρίσκεται μάλλον σε υποχώρηση διεθνώς, τίμημα, κατά την εκτίμησή τους, της εξαιρετικής θεωρητικής του γονιμότητας: έχοντας συμβάλει αποφασιστικά στο θεωρητικό πρόγραμμα του κονστρουκτιβισμού (θεωρία της κοινωνικής κατασκευής - εν προκειμένω των ταυτοτήτων), έχασε την αρχική του μοναδικότητα και πρωτοκαθεδρία και σταδιακά μετατράπηκε σ' έναν ανάμεσα σε πολλούς τόπους εφαρμογής του νέου παραδείγματος. Προσπαθώντας να ξαναπιάσουν τα νήματα που οδήγησαν ως εδώ, επισημαίνουν δύο γραμμές αποφασιστικών εξελίξεων - τη μία θα τη λέγαμε ιστορική και την άλλη επιστημολογική. Σε ιστορικό επίπεδο, οι σχετικοί προβληματισμοί συγκροτήθηκαν -ή τουλάχιστον πύκνωσαν με κρίσιμο τρόπο- στη δεκαετία του 1960 στο εσωτερικό και μέσα από τη δράση ενός κοινωνικού-χειραφετησιακού κινήματος, που ήταν το γυναικείο ή φεμινιστικό κίνημα· από τη δεκαετία του 1970 αρχίζει η ακαδημαϊκή πολιτογράφηση των προβληματικών του, πράγμα που συνέπεσε με την εκπνοή των αντίστοιχων κοινωνικών κινημάτων. Ηταν μια ιστορική σύμπτωση ή μήπως -όπως ορισμένες θεωρητικοί του κινήματος υποστήριξαν και οι συγγραφείς αναφέρουν στη σελ. 14 και σημ. 30-31- η ίδια η θεσμική επιτυχία των γυναικείων σπουδών είχε κάποιον αιτιακό δεσμό με την άμβλυνση της ριζοσπαστικότητας και, σε τελευταία ανάλυση, την πολιτική αποτυχία του φεμινισμού; Επιστημολογικά μιλώντας, τώρα, καταγράφεται μια αλλαγή παραδείγματος όπου, από τις (ουσιολογικές, υποτίθεται) «γυναικείες σπουδές» περνάμε στην (κονστρουκτιβιστική) οπτική του «κοινωνικού φύλου», αφού αμφισβητήθηκε πλέον η οικουμενικότητα της κατηγορίας «γυναίκες» και η έμφαση μετατοπίστηκε στους τρόπους κοινωνικής κατασκευής των έμφυλων ταυτοτήτων (περιλαμβανομένης βεβαίως και της ανδρικής). Η εξέλιξη αυτή συντελέστηκε κυρίως σε ακαδημαϊκά περιβάλλοντα, και δεν χρειάζεται να πούμε ότι πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτό έπαιξε η πολιτισμική ανθρωπολογία. Η Κοινωνική Ανθρωπολογία, εν πάση περιπτώσει, κρίνεται και ως η επιστήμη που δεξιώθηκε πρώτη την προβληματική του φύλου στην Ελλάδα, από τη δεκαετία του 1980 και ύστερα, με την ιστορία ν' ακολουθεί δεύτερη και με οφθαλμοφανή ατροφία των σχετικών προβληματισμών στους υπόλοιπους κλάδους (γλωσσολογία, αρχιτεκτονική, ψυχολογία, κοινωνιολογία, οικονομικά, πολιτική επιστήμη κι εκπαίδευση).
Τις επιμέρους εξελίξεις σε όλες αυτές τις επιστήμες αναπλάθουν τα κείμενα που ακολουθούν, αποτίοντας παράλληλα τον οφειλόμενο φόρο τιμής στα λίγα έργα, ομάδες και έντυπα ριζοσπαστικού φεμινισμού που εμφανίστηκαν τα χρόνια αυτά στην Ελλάδα. Η Αλεξάνδρα Μπακαλάκη γράφει για την κοινωνική ανθρωπολογία και την ελληνική εθνογραφία, η Εφη Αβδελά για την ιστορία, η Μαριάνθη Μακρή-Τσιλιπάκου για τη γλωσσολογία και τη γλώσσα, η Αναστασία-Σάσα Λαδά για τη σχέση φύλου και χώρου, η Χρυσή Ιγγλέση για την ψυχολογία και την ψυχανάλυση, η Εύη Κλαδούχου για την κοινωνιολογία της εκπαίδευσης, η Ξανθή Πετρινιώτη για τα οικονομικά της γυναικείας εργασίας και η Μάρω Παντελίδου-Μαλούτα για την ανισότητα των φύλων ως πρόβλημα πολιτικής. Ολα ανταποκρίνονται ευσυνείδητα στο καθήκον τους -να εκτιμήσουν τους λόγους της καθυστέρησης ή της ατροφίας των προβληματικών του φύλου στον ελληνικό ακαδημαϊκό χώρο- και υπηρετούν, ταυτόχρονα, ως ευσύνοπτες επισκοπήσεις των ίδιων των κλάδων τους. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τις ιστορικές και κοινωνικές επιστήμες, αξιοσημείωτη είναι η παρατήρηση ότι, στην Ελλάδα, η επικράτηση ενός ορισμένου -μηχανιστικού, όπως θα λέγαμε- «μαρξισμού» εγκλώβισε τα ερευνητικά ενδιαφέροντα σε μακροκοινωνιολογικές οπτικές βασισμένες στο «έθνος» και την «τάξη», περιθωριοποιώντας μικροκοινωνιολογικές θεωρήσεις και αφήνοντας ελάχιστα περιθώρια συνομιλίας με τον φεμινισμό· σε αυτό πρέπει να συνυπολογιστούν, βέβαια, οι παραδοσιακές πατριαρχικές δομές της ελληνικής κοινωνίας -υπεύθυνες επίσης για την αντίστοιχη καχεξία της ψυχανάλυσης, όπως παρατηρείται- και η, σχετιζόμενη με αυτές κατά τρόπους που από μόνοι τους αξίζουν να γίνουν αντικείμενο περαιτέρω ανθρωπολογικής έρευνας, ασφυκτική εξάρτηση των θεματικών του φύλου και των «επίσημων» φεμινιστικών διεκδικήσεων από το κράτος και τις κρατικές πολιτικές.
Δεν έχω τον χώρο βέβαια να επεκταθώ ειδικότερα στις αναλύσεις και στα σχόλια των επιμέρους κειμένων. Κατ' εξαίρεσιν θ' ασχοληθώ λίγο περισσότερο με το κείμενο της Α. Μπακαλάκη, διότι, όπως μου φαίνεται, θίγει κάποια πολύ κρίσιμα ζητήματα που αφορούν το θεωρητικό μέρος της συζήτησης, πέρα από τις λίγο πολύ αναμενόμενες απογραφές. Επεκτείνοντας κάποιες παρατηρήσεις της, μάλιστα, θα μπορούσε κάποιος έως και να συστήσει ένα είδος εσωτερικού αντιλόγου στην οπτική που εκτίθεται από τους επιμελητές του τόμου στην Εισαγωγή. Το ζήτημα είναι οι περιορισμοί και τα προβλήματα της κονστρουκτιβιστικής οπτικής, που με τόσο ενθουσιασμό μοιάζει να υιοθετείται από το Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Αιγαίου. Αντιγράφω: «Η κατάδειξη της αυτονομίας του κοινωνικού φύλου από το βιολογικό, όπως παλαιότερα της αυτονομίας της κοινωνικής συγγένειας από τη βιολογική και του ρατσισμού από τα υποτιθέμενα βιολογικά γνωρίσματα των φυλών, αναδείχτηκε σε κύριο μέλημα. [...] Στο πλαίσιο αυτό, η αναζήτηση των παραγόντων που συμβάλλουν σε κατά φύλα ανισότητες σε διαπολιτισμικό επίπεδο, αλλά και η προσπάθεια να προσδιοριστεί η "θέση της γυναίκας" σε συγκεκριμένες κοινωνίες εγκαταλείφθηκαν. Ο λόγος ήταν ότι η εκτίμηση, σύμφωνα με την οποία τα γνωρίσματα της κατά φύλα ανισότητας είναι όμοια παντού και ανάγονται στους ίδιους παράγοντες, δεν μπορεί παρά να ανάγεται, τελικά, στην παραδοχή ότι οι άνδρες και οι γυναίκες συνιστούν οικουμενικές κατηγορίες - παραδοχή που, έμμεσα τουλάχιστον, παραπέμπει στη βιολογική διαφορά μεταξύ αρσενικού και θηλυκού. [...] Ωστόσο, η παραδοχή ότι το βιολογικό φύλο συνιστά κοινωνική κατασκευή αναφέρεται στις ερμηνείες και τις πρακτικές στις οποίες υπόκειται το έμφυλο σώμα, όχι όμως απαραίτητα και στην οργανική του υπόσταση αυτή καθεαυτήν» (σελ. 58-60 passim). Ακριβώς! Η πρόταση της Butler, ας πούμε, ότι το βιολογικό φύλο είναι το κοινωνικό φύλο, έχει νόημα μόνον εάν διαχωρίσουμε προηγουμένως προσεκτικά τη φυσική επιστήμη (κοινωνική κατασκευή ή, σωστότερα, ιδεολογία) από την ίδια τη φύση (ενύπαρκτο υλικό φορέα, μη αναγώγιμο στις ερμηνείες και τις ανακατασκευές του). Αν εξαφανίσουμε ταχυδακτυλουργικά το πραγματικό υποκείμενο μιας χειραφετησιακής διεκδίκησης -που σημαίνει, εν προκειμένω, κάποιου είδους οικουμενικότητα της κατηγορίας «γυναίκα»- κανενός είδους απελευθερωσιακή δράση δεν μπορεί να υπάρξει· αν εκχωρήσουμε γενικώς τα «υποκείμενα» στην απόλυτη δικαιοδοσία των κοινωνικών χειρισμών εν είδει κατασκευών, χάνοντας από τα μάτια μας την ιδέα μιας πάσχουσας και ανθιστάμενης φύσης, κανενός είδους αντίσταση δεν μπορεί να θεμελιωθεί απέναντι σε κανένα είδος κοινωνίας! Η απεριόριστη κατασκευασιμότητα του ανθρώπινου είναι όνειρο μάλλον της ευγονικής και των στρατοπέδων «αναμόρφωσης». Και, παρεμπιπτόντως, η επώαση του κονστρουκτιβιστικού παραδείγματος μέσα στα κοινωνικώς αποκομμένα ακαδημαϊκά περιβάλλοντα εξηγεί ακόμη καλύτερα τη σύμπτωση της ακαδημαϊκής ενσωμάτωσης των σπουδών του φύλου με την κάμψη των μαχητικών γυναικείων (και ομοφυλόφιλων) κινημάτων παντού στον κόσμο.