Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2008

Ταξίδι σε μια άλλη γλώσσα



Γκαζμέντ Καπλάνι
Τα Νέα, 22/05/2007


Τώρα που ταξιδεύω αρκετά στην Ελλάδα για να παρουσιάσω το βιβλίο μου, μια από τις πιο συχνές ερωτήσεις που ακούω αφορά την ταυτότητά μου. Το ακροατήριό μου έχει καμιά φορά την περιέργεια να μάθει εάν θεωρώ τον εαυτό μου Αλβανό ή Έλληνα. Απαντώ πως με θεωρώ ένα πολιτισμικό υβρίδιο, Αλβανός και Έλληνας, Έλληνας και Αλβανός. Γεννήθηκα στην Αλβανία. Πέρασα εκεί τα παιδικά και τα εφηβικά μου χρόνια. Μετανάστευσα στην Ελλάδα πριν από δεκαέξι χρόνια. Έζησα και ζω εδώ τα πιο δημιουργικά χρόνια της ζωής μου. Μιλώ και τις δυο γλώσσες, γράφω και στις δυο γλώσσες, ονειρεύομαι και στις δυο γλώσσες. Νιώθω βέβαια πολύ πιο δεμένος με την Ελλάδα. Γιατί εδώ ζω τον περισσότερο χρόνο, εδώ είναι η δουλειά μου, οι φιλίες και τα στέκια μου, οι περισσότερες στιγμές, καλές ή κακές, της ζωής μου.

Δύσκολα ζητήματα αυτά της ταυτότητας. Ειδικά στα Βαλκάνια. Και το διαπιστώνω μερικές φορές όταν κάποιοι από το ακροατήριο, Έλληνες ή Αλβανοί, παραξενεύονται. «Πώς μπορείς να είσαι και τα δυο πράγματα μαζί;» με ρωτούν. Γιατί στα Βαλκάνια μάς έχουν μάθει ότι όποιος έχει δύο ταυτότητες είναι κάτι το μπερδεμένο. Το πολιτισμικό υβρίδιο το θεωρούμε ύποπτο, κάτι σαν μπάσταρδο, ένα είδος ταυτοτικής αναπηρίας. Δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα νομίζω εάν δήλωνα Αλβανός και Κογκολέζος, αλλά το να δηλώσω Αλβανός και Έλληνας, Έλληνας και Αλβανός, δημιουργεί πρόβλημα σε κάποιους. Γιατί; Γιατί στα Βαλκάνια έχουμε συνηθίσει με ασύμβατες και φονικές ταυτότητες. Δεν μπορούν, σύμφωνα με την «ιστορική λογική», να συνυπάρχουν δύο βαλκανικές ταυτότητες μέσα στον ίδιο άνθρωπο. Βέβαια, μέχρι χθες αυτό το σχήμα λειτουργούσε μια χαρά. Σήμερα όμως που ο κόσμος μας αλλάζει- αργά, επώδυνα και με μύριες αντιφάσεις αλλά αλλάζει- το σχήμα αρχίζει και μπάζει νερά...

Ένα άλλο ερώτημα που ακούω επίσης είναι το εάν με άλλαξε η μετανάστευση. Μου το κάνουν συχνά αυτό το ερώτημα και όταν βρίσκομαι στην Αλβανία. Νομίζω ότι έχω αλλάξει πάρα πολύ, απαντώ. Και τότε βλέπω ότι μερικοί από τους συνομιλητές μου απογοητεύονται από την απάντησή μου. Ίσως θα περίμεναν να τους απαντήσω: «Όχι δεν έχω αλλάξει καθόλου. Έχω μείνει αυτός που ήμουν στο χωριό μου. Μάλιστα, στην Ελλάδα έγινα ακόμα πιο Αλβανός από όσο ήμουν στην Αλβανία». Γιατί έτσι μας έχουν μάθει στα Βαλκάνια. Όπου και αν πάει ο Βαλκάνιος μετανάστης, δεν αλλάζει. Μένει έτσι όπως ήταν στο χωριό του. Κάτι τέτοιο θεωρείται μεγάλο επίτευγμα και επιτυχία. Θεωρείται ένα είδος πιστοποιητικού της προσκόλλησής του στο ιδεώδες της πολιτισμικής καθαρότητας. Υπάρχει όμως μεγαλύτερη αποτυχία και δυστυχία για κάποιον από το να πάει κάπου αλλού και να μην αλλάξει; Θυμάμαι εκείνον τον ήρωα του Μπέρτολτ Μπρεχτ, τον κύριο Κούνερ («Ιστορίες του κυρίου Κούνερ»). Ένας γνωστός του που είχε πολλά χρόνια να δει τον κύριο Κούνερ, τον συναντά τυχαία στον δρόμο και τον χαιρετά λέγοντάς του: «Γεια σας κύριε Κούνερ. Δεν έχετε αλλάξει καθόλου!». «Α!» απάντησε ο κύριος Κούνερ και το πρόσωπό του χλώμιασε. Ήταν το χειρότερο κομπλιμέντο που μπορούσε να του κάνει κάποιος. Τζάμπα το ταξίδι. Γιατί εάν υπάρχει κάτι που κάνει τον άνθρωπο ενδιαφέροντα και δημιουργικό, είναι η ικανότητά του να αλλάξει. Ίδια με τον εαυτό τους μένουν μόνο τα κειμήλια, τα αγάλματα και οι τάφοι...

Και κάτι τελευταίο. Με ρωτούν επίσης εάν αισθάνομαι περισσότερο Αλβανός ή Έλληνας. Εξαρτάται από αυτόν που μου απευθύνει την ερώτηση. Εάν με ρωτήσει κάποιος Ελληναράς, τότε είμαι περισσότερο Αλβανός. Και εάν με ρωτήσει κάποιος Αλβαναράς, τότε είμαι περισσότερο Έλληνας...

Πρόσφατα, στην Διεθνή Έκθεση της Θεσσαλονίκης, ήμουν καλεσμένος για να συμμετέχω σε στρογγυλό τραπέζι με θέμα «Ταξίδι σε μια άλλη γλώσσα», μαζί με τους Αμπντελκαντέρ Μπεναλί και Περικλή Μονιούδη. Ο Μπεναλί γεννήθηκε στο Μαρόκο, μετανάστευσε στην Ολλανδία και γράφει στα ολλανδικά. Ο Μονιούδης γεννήθηκε από Έλληνες γονείς στην Ελβετία, ζει στο Βερολίνο, γράφει στα γερμανικά. Εγώ γεννήθηκα στην Αλβανία, ζω στην Ελλάδα και γράφω στα ελληνικά. Και οι τρεις γράφουμε σε γλώσσες που δεν ακούσαμε από τα χείλη των γονέων μας. Γλώσσες που μάθαμε εκ των υστέρων. Σε αυτές τις γλώσσες επιβιώνουμε και δημιουργούμε. Αυτές οι «ξένες» γλώσσες μας χάρισαν τη δημόσια αναγνώριση. Στο «Ημερολόγιο Συνόρων» σκοπεύω να προσεγγίσω εκτενέστερα το θέμα. Εδώ αποτυπώνω κάποιες σκόρπιες σκέψεις.

Ο καθένας «συναντά» την «άλλη» γλώσσα με τον δικό του τρόπο. Κάποιοι τη «συναντούν» ως τουρίστες, κάποιοι ως επαγγελματίες, κάποιοι άλλοι ως μέτοικοι. Η «συνάντηση» με τη μητρική γλώσσα έχει αποφασιστεί για εσένα προτού γεννηθείς. Η «συνάντηση» με την άλλη γλώσσα αποτελεί μια κατάκτηση. Μπορείς όμως ποτέ να έχεις με την άλλη γλώσσα τη σχέση της απόλυτης οικειότητας που έχεις με τη μητρική γλώσσα; Το να γράψεις σε μια «άλλη» γλώσσα δεν δηλώνει μια πράξη φυγής, μια πράξη έστω και ασυνείδητης «προδοσίας» της μητρικής γλώσσας; Ακούω συχνά την ερώτηση: «Σε ποια γλώσσα ονειρεύεσαι, ελληνικά ή αλβανικά;». Ονειρεύομαι και στις δύο γλώσσες. Γράφω και στις δύο γλώσσες. Μιλάω και στις δύο γλώσσες. Η «συνάντησή» μου με την ελληνική γλώσσα ήταν προϊόν τύχης. Είναι η συνάντηση ενός μετοίκου, ενός μετανάστη. Η συνάντηση αυτή ήταν, μάλιστα, «προϊόν» λάθος υπολογισμού. Επειδή γνώριζα άριστα τα ιταλικά, ήρθα στην Ελλάδα ως μετανάστης με την ιδέα ότι θα έφευγα έπειτα στην Ιταλία. Δεν ήξερα ούτε μία λέξη στα ελληνικά. Τελικά δεν έφυγα ποτέ. Έμεινα στην Ελλάδα. Η «συνάντησή» μου με τα ελληνικά, εκτός από θέμα τύχης, ήταν και θέμα ανάγκης: ως μετανάστης έπρεπε να επιβιώσω. Εάν δεν ξέρεις τη γλώσσα, ενώ πρέπει να επιβιώσεις, είσαι χαμένος από χέρι. Έπρεπε, επιπλέον, από μια βουβή παρουσία να γίνω συνομιλητής. Η «συνάντησή» μου με τα ελληνικά ήταν επίσης θέμα επιρροών. Για καλή μου τύχη, από τις πρώτες ημέρες της άφιξής μου στην Ελλάδα άκουγα τη μουσική του Χατζιδάκι και είχα τη δυνατότητα να περιεργάζομαι μια μεγάλη βιβλιοθήκη. «Ψηλαφούσα» συγγραφείς που είχα ακούσει στην Αλβανία αλλά δεν είχα κατορθώσει να διαβάσω: Καζαντζάκης, Καβάφης, Σεφέρης. Τώρα μου δινόταν η δυνατότητα να τους διαβάσω κατ’ ευθείαν στα ελληνικά. Κάπως έτσι άρχισε για εμένα αυτό το ταξίδι «κατάκτησης» της ελληνικής γλώσσας. Κατάκτηση σημαίνει πως διψάς αυτή την άλλη γλώσσα να την κάνεις πάση θυσία δική σου. Να τη μιλήσεις, να τη γράφεις όπως οι ντόπιοι. Ίσως καλύτερα από αυτούς. Και η δίψα αυτή δεν τελειώνει ποτέ. Γιατί ποτέ δεν σκέφτεσαι την «άλλη» γλώσσα ως δεδομένη. Ποτέ δεν ταυτίζεσαι απόλυτα μαζί της, όπως συμβαίνει με τη μητρική γλώσσα. Ποτέ δεν κτίζεις μια σχέση μονοτονίας και ρουτίνας. Κάποια στιγμή, όταν το ταξίδι στην άλλη γλώσσα αρχίζει και γίνεται παραμονή, αναρωτιέσαι: «Κατά πόσον είναι για εμένα αυτή η γλώσσα «ξένη» πλέον;». Αυτό όμως δεν εξαρτάται από εσένα. Φίλοι και εχθροί, εκούσια και ακούσια, θα φροντίσουν να σου θυμίζουν ότι αυτή η γλώσσα δεν είναι δική σου. «Ωραία τη μιλάτε τη γλώσσα μας. Χρησιμοποιείτε λεξικό όταν γράφετε;» θα σε ρωτήσουν οι ντόπιοι. «Γιατί δεν γράφεις στη γλώσσα μας;», θα σε ρωτήσουν με βλοσυρό βλέμμα οι «δικοί σου». Και εσύ τι είσαι, τελικά; Εγχώριος ή ξένος συγγραφέας;

Ο τυπικός εγχώριος δεν είσαι, γιατί αυτή η γλώσσα δεν είναι η μητρική σου. Ούτε ξένος όμως, εφ’ όσον η πραγματική πατρίδα του συγγραφέα είναι η γλώσσα στην οποία γράφει. Ούτε εγχώριος ούτε ξένος. Είσαι μάλλον παρά-ξενος (με όλες τις σημασίες της πρόθεσης «παρά»). Δεν κατοικείς στην «άλλη» γλώσσα, ούτε ως εγχώριος ούτε ως ξένος. Κατοικείς ως παράξενος. Και -από τη δική μου εμπειρία- μπορώ να πω πως κάτι τέτοιο, για τη γραφή, αποτελεί πραγματικό προνόμιο...